Παρασκευή 12 Ιουνίου 2015

Οι λόγοι της προσφυγής στο ΣτΕ κατά του συστήματος επιλογής στελεχών εκπαίδευσης των Διευθυντών Εκπαίδευσης και 57 Διευθυντών Σχολείων

ΡΕΠΟΡΤΑΖ ESOS

Το esos δημοσιεύει  τους λόγους  της αίτησης  προσωρινής αναστολής και  ακύρωσης του νόμου 4327/2015 για την επιλογή των υποψηφίων Διευθυντών των Σχολικών Μονάδων Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης, που κατέθεσαν  στο Συμβούλιο της Επικρατείας 57 Διευθυντές Σχολείων και η Πανελλήνια Ένωση Διευθυντών Εκπαίδευσης.

Συνολικά οι προσφυγόντες είναι 61 μαζί με την Πανελλήνια Ένωση Διευθυντών Εκπαίδευσης
IV. Λόγοι ακύρωσης
1. Η πρώτη από τις προσβαλλόμενες με την κρινόμενη αίτηση θέτει, στο πλαίσιο άσκησης δημόσιας εξουσίας, μονομερώς γενικούς και απρόσωπους κανόνες δικαίου. Δηλαδή, αποτελεί κανονιστική διοικητική πράξη, η έκδοση της οποίας προϋποθέτει πάντως και απαιτεί ρητή νομοθετική εξουσιοδότηση και το αντικείμενό της μπορεί επιτρεπτά να εξαντληθεί σε ζητήματα με τεχνικό ή λεπτομερειακό χαρακτήρα. Δεν επιτρέπεται, λοιπόν, να θέτει πρωτεύοντες κανόνες δικαίου, θεσπίζοντας νέες υποχρεώσεις ή νέα δικαιώματα, άλλως θα είναι ακυρωτέα, λόγω παράβασης νόμου.
Στο σημείο 1 του προοιμίου της η προσβαλλόμενη αναφέρεται, γενικόλογα, στις «διατάξεις του Κεφαλαίου Γ΄ του ν. 4327/2015». Από την προσεκτική ανάγνωση του νόμου συνάγεται, κατά τρόπο που δεν επιδέχεται αμφισβήτηση, ότι ο κοινός νομοθέτης δεν έχει προβλέψει εξουσιοδοτική διάταξη για να παράσχει στον κανονιστικό (νομοθέτη) νόμιμα τη δυνατότητα να ρυθμίσει τις λεπτομέρειες για την εφαρμογή του. Δηλαδή, ο τελευταίος δεν εξοπλίζεται, ρητά, με κανονιστική αρμοδιότητα. Συνεπώς, η, εν γένει, επίκληση του Κεφαλαίου Γ΄ καταδεικνύει την απουσία ειδικής και ορισμένης πρόβλεψης, συνιστά ευθεία ομολογία ότι η προσβαλλόμενη εκδόθηκε δίχως ο Αναπληρωτής Υπουργός Πολιτισμού, Παιδείας και Θρησκευμάτων να διαθέτει την, προς τούτο και συνταγματικά, επιβαλλόμενη εξουσία.
Βέβαια, στο μεγαλύτερο μέρος της η επίδικη υπουργική απόφαση επαναλαμβάνει, συχνά αυτολεξεί, ρυθμίσεις του κοινού νομοθέτη. Το γεγονός θα επέτρεπε, αποκλειστικά για τα συγκεκριμένα ζητήματα, ο κανονιστικός νομοθέτης να τα συμπεριλάβει στην εγκύκλιο εφαρμογής, δηλαδή σε πράξη υποδεέστερης τυπικής ισχύος. Ωστόσο, αυτός προκρίνει την επιλογή της κανονιστικής διοικητικής πράξης. Ελλείψει ειδικής και ορισμένης προς τούτο εξουσιοδότησης η προσβαλλόμενη είναι, λοιπόν, ακυρωτέα, προεχόντως ως παράνομη, αφού εκδόθηκε κατά παράβαση του Συντάγματος.
2. Αλλά και εάν ακόμη ήθελε γίνει δεκτό ότι η απουσία ειδικής και ορισμένης νομοθετικής εξουσιοδότησης δεν επιδρά, κατ’ ακραία εξαίρεση, στη νομιμότητα και το κύρος της προσβαλλόμενης πράξης, τούτο θα μπορούσε να συζητηθεί αποκλειστικά κατά τα μέρος της που καταλαμβάνει τεχνικά ζητήματα της διαδικασίας για την αποτίμηση του κριτηρίου συμβολή στο εκπαιδευτικό έργο-προσωπικότητα-γενική συγκρότηση από το σύλλογο διδασκόντων της οικείας μονάδας. Πρόκειται για τους ορισμούς που συναντώνται, προνομιακά και κατά συντριπτική πλειονότητα, στο σώμα της υπουργικής απόφασης. Δεν είναι όμως οι μόνοι.
Εξίσου σημαντικοί, αφού συνάπτονται με το σκληρό πυρήνα της αποτίμησης, είναι οι ορισμοί που τίθενται, κατά πρώτον, στην προσβαλλόμενη πράξη. Ως τέτοιοι αναφέρονται, μεταξύ άλλων, η κατοχύρωση της δυνατότητας των υποψηφίων να εμφανιστούν, αυτοβούλως ή κατόπιν προσκλήσεως, ενώπιον του οικείου συλλόγου διδασκόντων και να αυτοπαρουσιαστούν (άρθρο 6), η ακύρωση του ψηφοδελτίου που φέρει λαθεμένη σημείωση ή δεν φέρει σταυρό (άρθρο 9 εδ. γ΄) και η συμπερίληψη των λευκών ψηφοδελτίων στα έγκυρα, δηλαδή ο συνυπολογισμός τους στην καταμέτρηση για τον καθορισμό του ελάχιστου ποσοστού συμμετοχής στην αξιολόγηση των λοιπών κριτηρίων (άρθρο 10 περίπτ. γ΄ πρότ. 3). Πρόκειται για ζητήματα, τα οποία, καθαυτά και ανεξαρτήτως της συμβατότητάς τους προς την ισχύουσα συνταγματική τάξη που εξετάζεται στη συνέχεια, δεν μπορεί να θεωρηθούν, κατά αντικειμενική κρίση, τεχνικού και λεπτομερειακού χαρακτήρα. Συνεπώς, η ρύθμισή τους με κανονιστική πράξη προϋποθέτει και απαιτεί ειδική εξουσιοδότηση, ελλείψει δε αυτής η προσβαλλόμενη καθίσταται, τουλάχιστον κατά το συγκεκριμένο μέρος της, ακυρωτέα, προεχόντως ως παράνομη.
3. Η επιλογή Διευθυντή σε όλους τους τύπους σχολικών μονάδων της πρωτοβάθμιας και της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης αποτελεί ειδικότερη εκδήλωση του δικαιώματος πρόσβασης και σταδιοδρομίας κάθε Έλληνα πολίτη σε διοικητικά καθήκοντα κατά το λόγο της προσωπικής του αξίας και ικανότητας. Θεμελιώνεται στα άρθρα 4 παρ.1 και 4 και 5 παρ.1 του Συντάγματος. Η συμμόρφωση στο κανονιστικό τους περιεχόμενο επιβάλλει την επικράτηση της αξιοκρατίας και της ισότητας, οι οποίες συνθέτουν ισόκυρες αρχές, αυξημένης τυπικής ισχύος, για την είσοδο και την εξέλιξη στη διοικητική ιεραρχία, αποτελώντας επιμέρους εκφάνσεις του κράτους δικαίου (άρθρο 25 παρ. 1 Συντ.).
Ειδικότερα, η έννοια της αξιοκρατίας αναφέρεται στο άρθρο 103 παρ.7 Σ, το οποίο προστέθηκε με την αναθεώρηση του 2001, και αφορά στην πρόσληψη των υπαλλήλων στο Δημόσιο και στον ευρύτερο δημόσιο τομέα. Σύμφωνα με τη διάταξη: «Νόμος μπορεί να προβλέπει ειδικές διαδικασίες επιλογής που περιβάλλονται με αυξημένες εγγυήσεις διαφάνειας και αξιοκρατίας…». Ωστόσο, οι αρχές της αξιοκρατίας και της διαφάνειας εφαρμόζονται επίσης στην υπηρεσιακή εξέλιξη και την εν γένει υπηρεσιακή κατάσταση των δημοσίων υπαλλήλων.
Κατά την ορθότερη άποψη, οι εν λόγω αρχές θεμελιώνονται, όπως προαναφέρθηκε, ερμηνευτικά καταρχήν στις διατάξεις των άρθρων 4 παρ.1 (αρχή ισότητας) και 5 παρ.1 Σ (ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας), σε συνδυασμό, όμως, και με τη δημοκρατική αρχή (ιδίως άρθρο 1 παρ.2 και 3 Σ), αλλά και στην αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου (άρθρο 25 παρ.1 Σ).
Συγκεκριμένα, η αρχή της αξιοκρατίας αποτελεί πρωτίστως εξειδίκευση των αρχών της αναλογικής ισότητας και της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας, ενώ η αρχή της διαφάνειας απορρέει ιδίως από την αρχή του κράτους δικαίου και συνιστά αναγκαίο παρακολούθημα της αρχής της αξιοκρατίας.Τη συνταγματική κατοχύρωση της αρχής της αξιοκρατίας αναγνωρίζει και η νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας. Σύμφωνα με αυτή: «Η αρχή της αξιοκρατίας υπαγορεύει όπως η πρόσβαση σε δημόσιες θέσεις και αξιώματα γίνεται με κριτήρια που συνάπτονται με την προσωπική αξία και ικανότητα των ενδιαφερομένων»(ΣτΕ 1236/2003, ΤοΣ τ. 2/2003.339), ενώ σε άλλες αποφάσεις του γίνεται λόγος για την «απορρέουσα από την αρχή της ισότητας δημοκρατική αρχή της σταδιοδρομίας εκάστου κατά το λόγο της προσωπικής του αξίας»(ενδεικτικά ΣτΕ 2096/2000,ΤοΣ 2000.1288, επίσης ΣτΕ 1446/2003, 1252/2003, ΕΔΔΔΔ 2003.787, 1236/2003, ΤοΣ τ. 2/2003, 900/2003 ΤοΣ, τ. 2/2003.331). Κατά τη σχετική νομολογία του Δικαστηρίου η αρχή της αξιοκρατίας θεμελιώνεται στις διατάξεις των άρθρων 4 παρ.1 και 5 παρ.1 Σ (ολΣτΕ 2396/2004, καθώς και τις μεταγενέστερες 3182/2006, 2040-2060/2006, 2063/2006, 692-701/2006, 231/2006).
Τόσο οι προσβαλλόμενες πράξεις όσο και οι διατάξεις, από τις οποίες φέρονται αυτές να αντλούν τη νομιμότητα της έκδοσής τους, πλήττουν σε βασικές επιλογές τους την αξιοκρατία και την ισότητα.
Ειδικότερα:
Α.. Από τη συνολική αποτίμηση κριτηρίων επιλογής διευθυντών σχολικών μονάδων (άρθρα 18 και 19 ν. 4327/2015) απουσιάζει η τελική βαθμολογία της αξιολόγησης (κατά το άρθρο 16 πδ 152/2013), όσων έχουν υπηρετήσει ως διευθυντές διεύθυνσης πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης (περ.ε` του άρθρου 1 παρ.1 πδ 152/2013).
Συγκεκριμένα, σύμφωνα με το άρθρο 3 παρ.4 του ίδιου πδ,  oι διευθυντές διευθύνσεων εκπαίδευσηςέχουν αξιολογηθεί με τα ακόλουθα κριτήρια: άσκηση διοικητικού και οργανωτικού έργου, άσκηση του έργου της εποπτείας και της αξιολόγησης, η οποία περιλαμβάνει ως επιμέρους κριτήρια τον έλεγχο και αξιολόγηση των εκπαιδευτικών, την οργάνωση της διαδικασίας αυτο-αξιολόγησης των υπηρεσιών των οποίων προΐστανται και την υλοποίηση των προγραμματισθεισών δράσεων και τεκμηρίωση των αποτελεσμάτων, παιδαγωγική οπτική στην άσκηση διοικητικού έργου σε εκπαιδευτική δομή, επιστημονική και επαγγελματική ανάπτυξη, η οποία περιλαμβάνει ως επιμέρους κριτήρια τατυπικά προσόντα και την επιστημονική ανάπτυξη, καθώς και την επαγγελματική ανάπτυξη.
Περαιτέρω, εφόσον ο κατά νόμο (άρθρο 2 παρ.1 του ίδιου πδ) διακηρυγμένος σκοπός της αξιολόγησης είναι η βελτίωση της ποιότητας του εκπαιδευτικού στελεχικού δυναμικού και του διοικητικού του έργου προς όφελος των ιδίων των εκπαιδευτικών, των μαθητών και της κοινωνίας, ενώ η ίδια αξιολόγηση (κατ` άρθρο 2 παρ.2 περ.δ` του ίδιου πδ) συμβάλλει μεταξύ άλλων στην παροχή κινήτρων για τη διαρκή επιστημονική και επαγγελματική ανάπτυξη και εξέλιξη των στελεχών και των εκπαιδευτικών, είναι προφανές ότι η μη συμπερίληψη της τελικής βαθμολογίας των αιτούντων, που έχουν υπηρετήσει στις παραπάνω θέσεις, παραβιάζει την αρχή της αξιοκρατίας, αφού τους στερεί από ένα προσόν, το οποίο θεσμοθετήθηκε προκειμένου να συνυπολογίζεται στην επαγγελματική τους σταδιοδρομία.
Με άλλη διατύπωση, το στέλεχος της εκπαίδευσης που έχει υποστεί την κατά νόμο αξιολόγηση, είναι φορέας του συνταγματικά κατοχυρωμένου δικαιώματός του να συνυπολογίζεται στη σταδιοδρομία του το αποτέλεσμα της αξιολογικής κρίσης (δηλαδή η τελική του βαθμολογία). Οι προσβαλλόμενες πράξειςόσο και οι διατάξεις, από τις οποίες φέρονται αυτές να αντλούν τη νομιμότητα της έκδοσής τους, παραβιάζουν τον πυρήνα του δικαιώματος αυτού, επειδή δεν συμπεριλαμβάνουν καθόλου την τελική βαθμολογία της αξιολόγησης στα κριτήρια επιλογής διευθυντών σχολικών μονάδων.   
Β.1. Το κριτήριο της υπηρεσιακής κατάστασης αποτιμάται σε 11 μονάδες κατ` ανώτατο όριο (άρθρο 14 παρ.3 περ.α` εδ.α` ν. 3848/2010, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 19 ν. 4327/2015), οι οποίες υπολογίζονται με βάση τη διδακτική εμπειρία αποτιμώμενη σε 1 μονάδα για κάθε έτος πέραν του χρόνου που αποτελεί προϋπόθεση για τη συμμετοχή στη διαδικασία επιλογής διευθυντών σχολικών μονάδων (εδ.β` της άνω διάταξης), δηλαδή αποτιμάται 1 μονάδα για κάθε έτος άσκησης διδακτικών καθηκόντων πέραν των (8) οκτώ, εφόσον, κατά το άρθρο 11 παρ.2 ν. 3848/2010, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 17 ν. 4327/2015, τόσα έτη διδακτικής υπηρεσίας προαπαιτούνται για την κατάληψη θέσης διευθυντή σχολικών μονάδων.
Η παραπάνω διάταξη εφαρμόζεται σε συνδυασμό με τη του άρθρου 11 παρ.7 εδ.β` ν. 3848/2010, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 17 ν. 4327/2015, το οποίο ορίζει ότι «όπου στις διατάξεις στις διατάξεις του παρόντος άρθρου προβλέπεται διδακτική υπηρεσία, λογίζεται: α) η άσκηση διδακτικού έργου σε μονάδες Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης, β) οι άδειες κύησης, λοχείας, ανατροφής τέκνου, γ) η θητεία σχολικού συμβούλου, δ) η θητεία σε Κέντρα Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης (Κ.Π.Ε.), ε) η θητεία σε θέσεις Υπευθύνων Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης, Αγωγής, Υγείας, Πολιτιστικών θεμάτων και σχολικών δραστηριοτήτων, στ) η θητεία των υπευθύνων ΓΡΑΣΕΠ, ΚΕΣΥΠ, ΣΕΠ, ΚΕΠΛΗΝΕΤ, ΕΚΦΕ και Συμβουλευτικών Σταθμών Νέων».
Μεθοδευμένα, από την προσμέτρηση διδακτικής υπηρεσίας απουσιάζει η θητεία σε θέση Διευθυντών Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης, αν και με την ίδια διάταξη προσμετρώνται θητείες σε αμιγώς διοικητικές θέσεις, θητείες σε θέσεις με μειωμένη διδακτική ενασχόληση, χρόνος παντελούς απουσίας από το σχολείο και την υπηρεσία, καθώς και χρόνος υπηρεσίας που έχει λιγότερη συνάφεια με τη διδακτική πράξη απ΄ό,τι η θητεία σε θέση Διευθυντή Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης ή Προϊστάμενου Εκπαιδευτικών θεμάτων, όπως σαφώς προκύπτει από την ΥΑ Φ.353.1/324/1056.57/Δ1/16.10.2002 (ΦΕΚ 1340 Β΄), η οποία στα άρθρα 14 έως και 23 και 26 περιγράφει με σαφήνεια τις αρμοδιότητες των στελεχών αυτών που σχετίζονται με την διδακτική πράξη.
Σαν να μην έφτανε η παραπάνω αδικαιολόγητη διάκριση, το άρθρο 1 της προσβαλλόμενης Φ.361.22/33/83657/Ε3/26.5.2015 προβλέπει εκτός κάθε πλαισίου εξουσιοδότησης ότι «Στο χρόνο άσκησης διδακτικών καθηκόντων προσμετρώνται και τα διαστήματα βραχυχρόνιας απουσίας του εκπαιδευτικού από τα διδακτικά του καθήκοντα, ως ακολούθως:
- Οι κανονικές άδειες του άρθρου 48, οι ειδικές άδειες του άρθρου 50, οι γονικές άδειες της παρ. 6 του άρθρου 53, οι βραχυχρόνιες αναρρωτικές άδειες της παρ. 2 του άρθρου 55, οι άδειες μικρής χρονικής διάρκειας του άρθρου 59 και οι άδειες εξετάσεων του άρθρου 60 του υπαλληλικού κώδικα (κυρωτικός ν. Ν. 3528/2007 Φ.Ε.Κ.26 τ.Α΄, 9-2-2007), και των άρθρων 2 και 5 του ν.4210/2013 (ΦΕΚ 128 Α).
- οι βραχυχρόνιες συνδικαλιστικές άδειες που προβλέπονται από τις διατάξεις των άρθρων 17 &18 του ν.1264/1982 (ΦΕΚ 79 Α΄), του άρθρου 6 του ν. 2224/1994 (ΦΕΚ 112 Α΄) και του άρθρου 11 του ν. 2336/1995 (ΦΕΚ 189 Α΄).
- οι άδειες αιρετών Ο.Τ.Α. α’ και β’ βαθμού, οι οποίες προβλέπονται από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 5, και 182 παρ.2,3 & 4 εφόσον χορηγούνται τμηματικά. του άρθρου 183 του ν. 3852/2010 (ΦΕΚ 87/Α’) και του άρθρου 7 παρ. 1 και 3 του ν.4071/2012 (ΦΕΚ 85/Α ),
- οι άδειες για συμμετοχή σε εθνικούς αγώνες, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 5 του ν. 665/1977 ( ΦΕΚ 225 Α΄)».
Από τα παραπάνω με σαφήνεια συνάγεται ότι κατά την αποτίμηση του κριτηρίου της υπηρεσιακής κατάστασης τόσο οι προσβαλλόμενες πράξεις όσο και οι διατάξεις, από τις οποίες φέρονται αυτές να αντλούν τη νομιμότητα της έκδοσής τους, παραβιάζουν την αρχή της αξιοκρατίας υπό την ιδιαίτερη έκφανσή της ως απόρροια της αρχής της ισότητας διότι για τους αιτούντες που έχουν υπηρετήσει σε θέση Διευθυντή Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης ή Προϊστάμενου Εκπαιδευτικών εισάγεται αδικαιολόγητη δυσμενής μεταχείριση.
Β.2. Το κριτήριο της καθοδηγητικής και διοικητικής εμπειρίας, δηλαδή το κριτήριο της διοικητικής επάρκειας, το οποίο αφορά στις σημαντικότερες αρμοδιότητες μίας κατ` εξοχήν διοικητικής θέσης όπως αυτή των διευθυντών σχολικών μονάδων, αποτιμάται σε μόλις 3 μονάδες κατ` ανώτατο όριο (άρθρο 14 παρ.3 περ.α` εδ.β` ν. 3848/2010, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 19 ν. 4327/2015) έναντι των 35 έως 37 συνολικών μονάδων που μπορεί να συγκεντρώσει ο υποψήφιος διευθυντής σχολικής μονάδας.
Ειδικότερα, σύμφωνα με την υποπαράγραφο αα) της παραπάνω διάταξης αποτιμάται η άσκηση καθηκόντων περιφερειακού Διευθυντή εκπαίδευσης, σχολικού συμβούλου, Διευθυντή Εκπαίδευσης ή προϊσταμένου γραφείου εκπαίδευσης, προϊσταμένου ΚΕ.Δ.Δ.Υ. ή αναπληρωτή προϊσταμένου ΚΕ.Δ.Δ.Υ., Διευθυντή σχολικής μονάδας Σ.Ε.Κ. (Σχολικά Εργαστηριακά Κέντρα) ή Ε.Κ., υπεύθυνου ΚΠΕ με 0,5 μονάδα για κάθε έτος και με δύο (2) μονάδες κατ’ ανώτατο όριο για τους Διευθυντές Σχολικών Μονάδων και τρεις (3) μονάδες κατ’ ανώτατο όριο για τους Διευθυντές Εκπαίδευσης. Περαιτέρω, η άσκηση καθηκόντωνπροϊσταμένου σχολικής μονάδας, προϊσταμένου τμήματος εκπαιδευτικών θεμάτων διεύθυνσης εκπαίδευσης, υποδιευθυντή σχολικής μονάδας, Σ.Ε.Κ. ή Ε.Κ., Υπευθύνου Τομέα Σ.Ε.Κ. ή Ε.Κ., υπευθύνου περιβαλλοντικής εκπαίδευσης ή αγωγής υγείας ή πολιτιστικών θεμάτων στη διεύθυνση εκπαίδευσης, υπευθύνου Κέντρου Συμβουλευτικής και Προσανατολισμού (ΚΕ.ΣΥ.Π.), Γραφείου Σχολικού Επαγγελματικού Προσανατολισμού (Σ.Ε.Π.), Εργαστηριακού Κέντρου Φυσικών Επιστημών (Ε.Κ.Φ.Ε.), Κέντρου Πληροφορικής και Νέων Τεχνολογιών(ΠΛΗ.ΝΕ.Τ.), Συμβουλευτικού Σταθμού Νέων αποτιμάται με 0,25 μονάδες για κάθε έτος και μέχρι μία (1) μονάδα κατ’ ανώτατο όριο.
Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι η άσκηση διοικητικών καθηκόντων για την κατάληψη μίας διοικητικής θέσης αποτιμάται στο 1/3 της βαρύτητας, με την οποία αποτιμάται ο χρόνος διδακτικής υπηρεσίας, ενώ κάθε επιμέρους έτος άσκηση διοικητικών καθηκόντων (πάντα για την κατάληψη μίας διοικητικής θέσης!) αποτιμάται στο ήμισυ της αποτίμησης ενός έτους διδακτικής υπηρεσίας. Επιπλέον, δεν αποτιμάται καθόλου ο χρόνος άσκησης διοικητικών καθηκόντων που υπερβαίνει τα τέσσερα (4) έτη, ενώ αντίθετα αποτιμάται ο χρόνος διδακτικής υπηρεσίας που υπερβαίνει τα δύο (2) έτη.
Από τα παραπάνω με σαφήνεια συνάγεται ότι κατά την αποτίμηση του κριτηρίου της καθοδηγητικής και διοικητικής εμπειρίας τόσο οι προσβαλλόμενες πράξεις όσο και οι διατάξεις, από τις οποίες φέρονται αυτές να αντλούν τη νομιμότητα της έκδοσής τους, παραβιάζουν βάναυσα την αρχή της αξιοκρατίας, η οποία επιτάσσει να μην βρίσκεται σε προφανή δυσαναλογία με το αντικείμενο της υπό κατάληψη θέση η βαρύτητα των επιμέρους κριτηρίων που αντιστοιχούν ή αποδεικνύουν καταλληλότητα με το ίδιο το αντικείμενο της υπό κατάληψη θέσης, όπως συμβαίνει στην προκειμένη περίπτωση.
Γ. Ι. Αν και η συμβολή στο εκπαιδευτικό έργο, η προσωπικότητα και η γενική συγκρότηση του υποψηφίου διευθυντή σχολικής μονάδας κατοχυρώνεται ως διακριτό και ανεξάρτητο κριτήριο επιλογής (άρθρα 12 παρ.1 περ.γ και 14 παρ.4 περ.α ν. 3848/2010, όπως αντικαταστάθηκαν αντίστοιχα με τα άρθρα 18 και 19 ν. 4327/2015) αποτιμώμενο, κατ’ ανώτατο όριο, σε 12 μονάδες, ο κοινός και ο κανονιστικός νομοθέτης εξαρτούν, εντέλει, τη βαθμολόγησή του με τη διεξαγωγή μυστικής ψηφοφορίας, στην οποία απαιτείται η συμμετοχή τουλάχιστον του 65% του συλλόγου διδασκόντων («Προκειμένου η ψηφοφορία να είναι έγκυρη, απαιτείται αυξημένη συμμετοχή, τουλάχιστον 65% των μελών του συλλόγου διδασκόντων»). Ακόμη όμως και στην περίπτωση που συγκεντρωθεί το παραπάνω ποσοστό, για να συνεχίσει,όχι μόνο να αποτελεί εξατομικευμένο κριτήριο επιλογής, αλλά και για να συμμετάσχει εν γένει στην όλη διαδικασία, πρέπει ο υποψήφιος να λάβει το 20% των εγκύρων ψηφοδελτίων («Υποψήφιο στέλεχος το οποίο δεν συγκεντρώνει κατά τη μυστική ψηφοφορία το 20% των εγκύρων ψήφων, δεν συμμετέχει στην περαιτέρω διαδικασία επιλογής»). Διαφορετικά, όταν η συμμετοχή των μελών του συλλόγου διδασκόντων υπολείπεται του κατωφλίου δεν θα αποτιμηθεί το συγκεκριμένο κριτήριο για το σύνολο των υποψηφίων στην οικεία σχολική μονάδα. Επιπροσθέτως, όλοι οι υποψήφιοι θα αποκλειστούν από το σύνολο της περαιτέρω διαδικασίας, αφού όταν δεν υπάρχει έγκυρη ψηφοφορία, είναι αυτονόητο ότι δεν υπάρχει και η ελάχιστη «εκλογική δύναμη» του 20% επί των εγκύρων. Αντίστοιχα όταν ο υποψήφιος δενπετύχει την ελάχιστη «εκλογική δύναμη», αλλά η συμμετοχή είναι επαρκής, αυτόςαποκλείεται από το σύνολο της περαιτέρω διαδικασίας άνευ ετέρου.
Η αντικατάσταση, δίχως κανένα προφανή και αποχρώντα λόγο, της συνέντευξης, όπως προβλέπονταν στο προϊσχύσαν δίκαιο για την αποτίμηση του επίμαχου κριτηρίου, από τη μυστική ψηφοφορία φέρνει αντιμέτωπη την αρχή της αξιοκρατίας με την ετυμηγορία συλλογικού οργάνου, το οποίο ενδέχεται μάλιστα, τουλάχιστον κατά πλειονότητα των μελών, να μην έχει ιδία εικόνα για κάθε υποψήφιο. Εξάλλου, η αδυναμία συγκέντρωσης του ελάχιστου ποσοστού συμμετοχής, δεδομένου του περιορισμένου συγκριτικά αριθμού των μελών του συλλόγου, δεν αποκλείεται να καταστήσει, μεθοδευμένα, άκυρη τη διαδικασία και, μοιραία, να στερήσει τη συμμετοχή στη διαδικασία του συνόλου των υποψηφίων. Έτσι, πέραν της αξιοκρατίας, αφού επέρχεται αποκλεισμός από την αποτίμηση για ποσοτικούς και μόνο λόγους, πλήττεται, επιπλέον, και η αρχή της ισότητας. Η αρχή της ισότητας δοκιμάζεται εντονότερα στην περίπτωση υποψηφίου με εκλογική δύναμη μικρότερη του 20% των εγκύρων ψηφοδελτίων. Τότε και αντί να λάβει τις μονάδες που  αναλογούν στα έγκυρα ψηφοδέλτιά του, σε όποιο ύψος και εάν ανέλθουν, τελικά, όχι μόνο δεν θα κριθεί στο σύνολο των νομοθετημένων κριτηρίων αλλά και, αποκλειστεί από τη διαγωνιστική διαδικασία, ενώ συνυποψήφιοί του με μικρή υπέρβαση του «εκλογικού κατωφλίου» θα αποκτήσουν το προνόμιο να επιλεγούν ακόμη κι αν υπολείπονται εμφανώς στα λοιπά κριτήρια.
Επομένως, επειδή η απαίτηση ελάχιστου ποσοστού συμμετοχής στη μυστική ψηφοφορία κάθε σχολικής μονάδας και ελάχιστης εκλογικής δύναμης για κάθε υποψήφιο αντίκειται στις αρχές της αξιοκρατίας και της ισότητας, οι συγκεκριμένες επιλογές του κανονιστικού νομοθέτη είναι ακυρωτέες.
ΙΙ. Κατά την αποτίμηση του συγκεκριμένου κριτηρίου με μυστική ψηφοφορία πλήττονται η αρχή της αξιοκρατίας και η αρχή της διαφάνειας με έναν ακόμη τρόπο. Συγκεκριμένα, απόρροια ιδίως της αρχής της διαφάνειας, αλλά και επιταγή του κράτους δικαίου, αποτελεί η υποχρέωση αιτιολόγησης των ατομικών διοικητικών πράξεων, ιδιαίτερα μάλιστα όταν οι ατομικές διοικητικές πράξεις είναι το αποτέλεσμα αξιολογικών κρίσεων και όταν αυτές εκδίδονται με διακριτική ευχέρεια. Ιδιαίτερη περίπτωση αιτιολογίας υφίσταται όταν η ατομική διοικητική πράξη είναι προϊόν απόφασης συλλογικού οργάνου και έχει ως αντικείμενο την επιλογή συγκεκριμένου προσώπου. Τότε κάθε μέλος του οργάνου οφείλει να εξηγήσει ότι ψήφος του είναι σύμφωνη με κριτήρια επιλογής που θέτει ο νόμος κι έτσι η αιτιολογία της πράξης συγκροτείται από τις επιμέρους αιτιολογήσεις των ψήφων που συγκεντρώνει το επιλεγέν πρόσωπο. Με τον τρόπο αυτό είναι δυνατός ο δικαστικός έλεγχος της νομιμότητας ή μη της αιτιολογίας τέτοιων πράξεων. Εννοείται ότι τέτοια υποχρέωση αιτιολόγησης της ψήφου τους δεν έχουν τα μέλη συλλογικών οργάνων, όταν κατά νόμο η επιλογή δεν εξαρτάται από ουσιαστικά κριτήρια.
Στην υπό κρίση περίπτωση το άρθρο 14 παρ.4 ν. 3848/2010, όπως αντικαταστάθηκε με τα άρθρο 19 ν. 4327/2015 ορίζει ότι για το κριτήριοτης συμβολής στο εκπαιδευτικό έργο, της προσωπικότητας και της γενικής συγκρότησης του υποψηφίου διευθυντή σχολικής μονάδας, το οποίο από τη φύση εμπεριέχει αξιολογική κρίση, αφού ο νόμος δεν ορίζει ότι λαμβάνει τις αντίστοιχες 12 μονάδες το δημοφιλέστερο μέλος του συλλόγου διδασκόντων, εκτιμώνται «στοιχεία της προσωπικότητας που έχουν αναδειχθεί στην καθημερινότητα της σχολικής ζωής, όπως η προσωπικότητα, το ήθος, η εντιμότητα, το αίσθημα δικαιοσύνης, η δημοκρατική συμπεριφορά, η επαγγελματική ανάπτυξη και συνέπεια, καθώς και οι ικανότητες του υποψηφίου.
Στις ικανότητες του υποψηφίου περιλαμβάνονται ενδεικτικώς: η ικανότητα επικοινωνίας και συνεργασίας, η ικανότητα ανάπτυξης πρωτοβουλιών και επίλυσης προβλημάτων ιδίως διδακτικών, διοικητικών, οργανωτικών και λειτουργικών, καθώς και η ικανότητα δημιουργίας κατάλληλου παιδαγωγικού περιβάλλοντος έμπνευσης των εκπαιδευτικών κατά την άσκηση των καθηκόντων τους». Μάλιστα, πάντα κατά την ίδια διάταξη, «ο σύλλογος διδασκόντων κατά την εκτίμησή του λαμβάνει, επίσης, υπόψη: τα στοιχεία τα οποία ο υποψήφιος έχει καταθέσει προς μοριοδότηση στο οικείο ΠΥΣΠΕ ή ΠΥΣΔΕ, καθώς και τα στοιχεία τα οποία αναφέρει στο βιογραφικό του σημείωμα, αποδεικνύονται με παραστατικά (αντίγραφα, βεβαιώσεις) και δεν μοριοδοτούνται, όπως: άλλες σπουδές, επιμόρφωση και μετεκπαίδευση, οργάνωση εκπαιδευτικών συνεδρίων, σεμιναρίων και εκπαιδευτικών προγραμμάτων ή συμμετοχή σε αυτά με την ιδιότητα του εισηγητή, του μέλους της επιστημονικής ομάδας ή του επιμορφωτή, συγγραφικό και ερευνητικό έργο, πρωτοβουλίες σε σχέση με το εκπαιδευτικό έργο, υλοποίηση εκπαιδευτικών προγραμμάτων και εφαρμογή καινοτομιών, σχετική με την εκπαίδευση διοικητική ή καθοδηγητική εμπειρία, επιμορφωτικές συναντήσεις, συμμετοχή σε συμβούλια, επιτροπές ή ομάδες εργασίας, κοινωνική και συνδικαλιστική δράση, συμμετοχή σε όργανα διοίκησης επιστημονικών και εκπαιδευτικών οργανώσεων ή σε όργανα λαϊκής συμμετοχής και επίσημες διακρίσεις».
Από τα παραπάνω καθίσταται προφανές ότι η επιλογή, τόσο με τις προσβαλλόμενες πράξειςόσο και με τις διατάξεις, από τις οποίες φέρονται αυτές να αντλούν τη νομιμότητα της έκδοσής τους, του μέσου της μυστικής ψηφοφορίας για την αποτίμηση και αξιολόγηση του συγκεκριμένου κριτηρίου παραβιάζει βάναυσα και πάλιτις αρχές της αξιοκρατίας και της διαφάνειας, όπως επίσης και την αρχή του κράτους δικαίου, καθώς με το μέσο αυτό είναι αδύνατος ο ευρύτερος νομικός και ο ειδικότερος δικαστικός έλεγχος της νομιμότητας των ψήφων των μελών του συλλόγου διδασκόντων, αφού από τη φύση της η μυστική ψήφος δεν αιτιολογείται.
ΙΙΙ. Σε συνέχεια των παραπάνω, αντίθετη προς την αρχή της αξιοκρατίας είναι η νομοθετική πρόβλεψη (άρθρο 14 παρ.4 ν. 3848/2010, όπως αντικαταστάθηκε με τα άρθρο 19 ν. 4327/2015) ότι «στην ψηφοφορία συμμετέχουν και οι αναπληρωτές εκπαιδευτικοί», καθώς με τον τρόπο αυτό η σταδιοδρομία ενός δημοσίου υπαλλήλου, μέσω της αποτίμησης του αν το ίδιο ως άνω κριτήριο συντρέχει στο πρόσωπο του, δηλαδή στο πρόσωπο ενός εκτελεστή της θέλησης του κράτους (άρθρο 103 παρ.1 Σ) που προσλήφθηκε με αυξημένες εγγυήσεις διαφάνειας και αξιοκρατίας (άρθρο 103 παρ.7 εδ.β` Σ), αλλά και υπηρετεί με αυξημένες εγγυήσεις προσωπικής ανεξαρτησίας (άρθρο 103 παρ.4 Σ), εξαρτάται και από την ανέλεγκτη και αναιτιολόγητη ισόκυρη ψήφο προσώπων που εργάζονται περιστασιακά στο δημόσιο (άρθρο 103 παρ.8 Σ) χωρίς η επιλογή τους για την παροχή της εργασίας τους να έχει γίνει με τις ως άνω αυξημένες εγγυήσεις.  
4. Στην προσβαλλόμενη απόφαση κατοχυρώνεται ως μέσο έκφρασης της προτίμησης των μελών του οικείου συλλόγου διδασκόντων το ψηφοδέλτιο (άρθρο 8). Σε αυτό αναγράφονται τα ονόματα των υποψηφίων και κάθε εκλογέας επιλέγει τον εκλεκτό του, θέτοντας σταυρό παραπλεύρως του ονόματός του. Μαζί με το έντυπο διανέμεται, επίσης, λευκό ψηφοδέλτιο, το οποίο, όταν εξαχθεί από το φάκελο, καταμετράται στα έγκυρα.
Το λευκό διακρίνεται σαφώς τόσο από το έγκυρο όσο και από το άκυρο ψηφοδέλτιο. Αντανακλά διακριτή μορφή έκφρασης της βούλησης του εκλογέα. Όποιος ψηφίζει λευκό, αποδοκιμάζει και απορρίπτει τις προτεινόμενες επιλογές, σε αντίθεση με εκείνον που σταυροδοτεί, δηλαδή προκρίνει μια από αυτές. Συνεπώς, η εξομοίωση του λευκού με το έγκυρο, όπως προβλέπεται στην προσβαλλόμενη πράξη, είναι προφανώς συστηματικά εσφαλμένη, ταυτίζει αυθαίρετα δύο διακριτές μεταξύ τους επιλογές και αυξάνει σε βάρος του υποψηφίου με τη μικρότερη εκλογική δύναμη τη βάση υπολογισμού για τη συμμετοχή του στην αποτίμηση του κριτηρίου της συμβολής στο εκπαιδευτικό έργο-προσωπικότητα-γενική τους συγκρότηση, «σπρώχνοντάς τον εντέλει εγγύτερα στον αποκλεισμό από την αποτίμηση του συγκεκριμένου κριτηρίου. Έτσι, νοθεύεται, κατά παράβαση της αρχής της ισότητας, η εκφρασμένη βούληση στο αποτέλεσμα της ψηφοφορίας και πλήττονται, στο σκληρό τους πυρήνα, οι αρχές της αξιοκρατίας και της ισότητας.
Για όλους αυτούς τους λόγους, η επίδικη πρόβλεψη της προσβαλλόμενης πράξης είναι ακυρωτέα, προεχόντως ως παράνομη και, σε κάθε περίπτωση, παντελώς αναιτιολόγητη.
V.Περίληψη των νομικών ζητημάτων
Με την παρούσα αίτηση τίθεται κυρίως το ζήτημα της συμβατότητας με τις συνταγματικά κατοχυρωμένες αρχές της αξιοκρατίας και της διαφάνειας συστήματος επιλογής διευθυντών σχολικών μονάδων, όπως αυτό μεταρρυθμίστηκε με τα άρθρα 16 έως 19 του ν. 4327/2015. Επίσης τίθεται το ζήτημα της απουσίας νομοθετικής εξουσιοδότησης για την έκδοση της πρώτης προσβαλλόμενης.  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου