του Δημήτρη Θ. Ζάχου
Από το ξεκίνημα της οικονομικής κρίσης, η κυρίαρχη οικονομική και πολιτική ομάδα επιχειρεί –διαμέσου των κυρίαρχων Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης– να εφαρμόσει μια συγκεκριμένη και γνωστή από άλλες χώρες τακτική αντιμετώπισης των αντιδράσεων: οι οργανικοί διανοούμενοι του «συστήματος» και οι διαμορφωτές της κοινής γνώμης καλλιεργούν τον κατακερματισμό του κοινωνικού ιστού, το φόβο και την κοινωνική παράλυση.
Θα πρέπει να τονίσουμε όμως ότι η πολιτική αυτή δεν εφαρμόζεται στο κενό. Για χρόνια οι οικονομικές και κοινωνικές μεταβολές ευνοούσαν την καλλιέργεια του ατομικισμού, του καταναλωτισμού, του ευδαιμονισμού και του λαϊφστάιλ. Η επαγγελματική επιτυχία και η υλική άνεση έγιναν οι κυρίαρχες αξίες, ενώ η αλληλεγγύη, η κοινωνική δικαιοσύνη και η ισότητα φαίνεται ότι κρατούσαν τη θέση τους στο αξιακό σύστημα περιορισμένου αριθμού ανθρώπων. Στο ίδιο αυτό διάστημα και με δεδομένη την κατάρρευση του «αντίπαλου ιδεολογικού δέους», διάφορα συστημικά thinktank και ομάδες οργανικών διανοούμενων επιδίδονταν στην αποδόμηση των «μεγάλων αφηγήσεων», στην κατασυκοφάντηση των κοινωνικών αγώνων και στη διάβρωση των συλλογικοτήτων και των οραμάτων τους.
Σαν αποτέλεσμα, με την εμφάνιση της κρίσης το πεδίο ήταν πρόσφορο για την καλλιέργεια του «διαίρει και βασίλευε». Σημαντικές μερίδες του πληθυσμού της ελληνικής κοινωνίας δεν διέθεταν τα εφόδια για να μπορέσουν να αντισταθούν στον κοινωνικό αυτοματισμό: ολόκληρες κοινωνικές ή επαγγελματικές ομάδες στράφηκαν η μια εναντίον της άλλης.i Με τη διαρκή επιδείνωση της οικονομικής κατάστασης, τον συνακόλουθο περιορισμό των οικονομικών πόρων, τη συρρίκνωση του κοινωνικού κράτους και την εντεινόμενη «αγoραιoπoίηση» (εφαρμογή των αλλαγών/μεταρρυθμίσεων που στοχεύουν στην επικράτηση της οικονομίας της αγοράς) η ανεργία διογκώθηκε και η υποαπασχόληση τείνει να θεωρηθεί ως ευνοϊκή εργασιακή κατάσταση.
Παρόλα αυτά, η ακολουθούμενη πολιτική επικυρώθηκε πριν από ένα μόλις χρόνο, γεγονός που φαίνεται πως έδωσε στις κυρίαρχες οικονομικές και πολιτικές ομάδες το δικαίωμα να πιστέψουν ότι είναι οι απόλυτοι κυρίαρχοι του παιγνιδιού. Προχώρησαν λοιπόν στην εξαγγελία και στην εφαρμογή μιας πιο επιθετικής πολιτικής, το τρίπτυχο της οποίας είναι: «νόμος και τάξη», ιδιωτικοποιήσεις και απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων. Σ’ αυτό το πλαίσιο έχουμε σκλήρυνση των δράσεων των κατασταλτικών μηχανισμών του κράτους, ιδιωτικοποίηση ενός μεγάλου μέρους των επιχειρήσεων που παρέμειναν στον δημόσιο τομέα και κατάλυση των έσχατων προστατευτικών για τους εργαζομένους ρυθμίσεων.
Για να επιτύχουν τη μεγαλύτερη δυνατή αποδοχή αυτής της πολιτικής, οι κρατούντες προχώρησαν, και συνεχίζουν, σε μια –απαραίτητη για το σκοπό τους και σφοδρότατη στο περιεχόμενό της– επίθεση σε καθετί δημόσιο. Υπερπροβάλλοντας την «έλλειψη αποτελεσματικότητας» και τα οικονομικά ελλείμματα των δημόσιων οργανισμών και επιχειρήσεων (τα οποία οι ίδιοι/ες δημιούργησαν) στοχεύουν στην υποστήριξη ή έστω στην ανοχή κρίσιμων μερίδων του πληθυσμού στις επιχειρούμενες ιδιωτικοποιήσεις ακόμη και σε τομείς βασικών κοινωνικών αγαθών, όπως το νερό, το ηλεκτρικό ρεύμα, αλλά και η δημόσια εκπαίδευση και υγεία.
Βάλλοντας εναντίον των εργασιακών σχέσεων των υπαλλήλων του δημοσίου επιχειρούν να αντιστρέψουν την έννοια της κοινωνικής δικαιοσύνης: μέχρι πριν από την κρίση, το δικαίωμα στην εργασία θεωρούνταν ως μια από τις οικουμενικές αξίες, ενώ η εργασιακή ασφάλεια των υπαλλήλων του δημοσίου ήταν πρότυπο, αίτημα και –μακρινός έστω– στόχος για τους εργαζόμενους και τις εργαζόμενες του ιδιωτικού τομέα. Στην οικονομία της αγοράς όμως, η απόλυση των εργαζομένων στο δημόσιο είναι αυτή που εισάγεται ως πράξη απόδοσης δικαιοσύνης ως προς τους απολυμένους του ιδιωτικού τομέα!
Η απόδοση κατηγοριών και ύβρεων εναντίον του συνόλου των δημοσίων υπαλλήλων εμπλουτίστηκε το τελευταίο διάστημα με μια λέξη με ιδιαίτερο βάρος: «άχρηστοι». Με το επίθετο αυτό επιχειρείται μια ακόμη διαίρεση (ικανοί vs ανίκανων) μεταξύ του σώματος των εργαζομένων, ενώ με την εξαγγελία της πρόσληψης άλλων, «ικανών» και με «αυξημένα προσόντα», επιτυγχάνεται η συναίνεση των «απέξω», όσων δεν έχουν εργασία. Εάν στο πλάνο εισαχθούν και οι ρυθμίσεις για την πριμοδότηση των καταγγελιών υπαλλήλων από συναδέλφους τους, τότε γίνεται ξεκάθαρη η προσπάθεια επιβολής του «νόμου της ζούγκλας».
Η κατάσταση φαίνεται οριακή, αφού δεν έχει μέχρι σήμερα καταγραφεί αποφασιστική κοινωνική αντίδραση. Η προοπτική μιας κοινωνίας, στην οποία όλοι και όλες θα αλληλοεπιβουλεύονται, θα αλληλοϋπονομεύονται και θα αλληλοκαρφώνονται μπορεί να είναι συμβατή με τα ιδεολογικά προτάγματα της οικονομίας της αγοράς, δεν μπορεί όμως να γίνει ανεκτή απ’ όσους και όσες επιθυμούν μια κοινωνία δικαιοσύνης και ισότητας.
Μπορεί ορισμένοι συλλογικοί αγώνες να εκτράπηκαν από τους στόχους τους. Μπορεί να μην είναι λίγοι και λίγες όσοι και όσες εκμεταλλεύτηκαν για προσωπικό τους όφελος τη αγωνιστική τους δράση. Όμως μόνον με αλληλεγγύη είναι δυνατό να αποτρέψουμε την περεταίρω επιδείνωση των όρων της διαβίωσής μας και μόνον με κοινή αγωνιστική δράση θα μπορέσουμε να αντισταθούμε στην επέλαση της αγοραιοποίησης και στην ισοπέδωση του κράτους πρόνοιας και να διεκδικήσουμε μια καλύτερη κοινωνία.
Ο Δημήτρης Θ. Ζάχος διδάσκει στο ΑΠΘ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου