Σελίδες

Τρίτη 9 Ιουλίου 2013

Καταπληκτικός Μαζάουερ, η τελευταία δεκαπενταετία (κυρίως) ως το σήμερα, με λίγα λόγια. Αξίζει να διαβαστεί (ως το τέλος) από όλους.

Η σημερινή κρίση έφερε στο φως μια εντελώς διαφορετική όψη της «μετάβασης στη δημοκρατία» και όσων την ακολούθησαν


Μαρκ Μαζάουερ


Στις αρχές του έτους ένα πέπλο καπνού απλωνόταν πάνω από την Αθήνα. Λόγω της υπερβολικής αύξησης της τιμής του πετρελαίου, οι άνθρωποι έφτασαν να καίνε ξύλα για να ζεσταθούν. Έκαιγαν ακόμη και τα χριστουγεννιάτικα δέντρα. Την ίδια περίοδο σημειώθηκε μια σειρά μικρών εκρήξεων με στόχο τα γραφεία των δύο μεγάλων κομμάτων, της Νέας Δημοκρατίας και του ΠΑ.ΣΟ.Κ., καθώς και τις κατοικίες ορισμένων γνωστών δημοσιογράφων. Όμως το πιο σοκαριστικό γεγονός ήταν μια σειρά αποκεφαλισμών στην ευρύτερη περιοχή της πρωτεύουσας, που γρήγορα βρέθηκαν στα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων· στα θύματα συγκαταλέγονταν ένας πρώην κεντρικός τραπεζίτης, ένας Ολλανδός, διευθυντικό στέλεχος κάποιου οίκου πιστοληπτικής αξιολόγησης, και ο διευθύνων σύμβουλος μιας μικρής εισπρακτικής εταιρείας. Τα πράγματα βεβαίως δεν έγιναν ακριβώς έτσι – οι αποκεφαλισμοί περιγράφονται στα Ληξιπρόθεσμα δάνεια, το πρώτο μυθιστόρημα μιας νέας τριλογίας για την κρίση από τον κορυφαίο Έλληνα συγγραφέα αστυνομικών μυθιστορημάτων Πέτρο Μάρκαρη, του οποίου ο ήρωας-ντετέκτιβ, ο επιθεωρητής Κώστας Χαρίτος, είναι ένας από τους πιο αξιόπιστους δείκτες της ατμόσφαιρας που επικρατεί στην Αθήνα. Η Ελλάδα είναι πλέον βυθισμένη στον έκτο χρόνο οικονομικής ύφεσης και, καθώς η κοινωνική και πολιτική αποσύνθεση φτάνει σε άκρα πρωτόγνωρα από την εποχή του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου, δεν είναι πλέον εύκολο να ξεχωρίσει κανείς την πραγματικότητα από τη μυθοπλασία.
Αν και είναι δύσκολο να το πιστέψει κανείς, περίπου τέσσερα χρόνια πριν σχολιαστές και πολιτικοί εξέφραζαν ανακούφιση για το γεγονός ότι η Ελλάδα, όπως και η υπόλοιπη Ευρώπη, είχε κατορθώσει να γλιτώσει τις χειρότερες συνέπειες της οικονομικής κρίσης. Μπορούσε κανείς εύλογα να είναι συγκρατημένα αισιόδοξος: το ποσοστό του χρέους της χώρας ως προς το Α.Ε.Π. είχε αυξηθεί λίγο αλλά όχι σημαντικά, ενώ ο ιδιωτικός δανεισμός κινούνταν σε σχετικά χαμηλά επίπεδα σε σύγκριση με τους διεθνείς μέσους όρους. Δεν διαφαινόταν κάτι αντίστοιχο με την κρίση των στεγαστικών δανείων που έπληξε την αμερικανική οικονομία αλλά και την ολλανδική ή την ιρλανδική. (Η αύξηση των τιμών των κατοικιών στην Ελλάδα μεταξύ 1996 και 2008 ήταν μόνο 80%, πολύ μικρότερη από το 170% για παράδειγμα της Ιρλανδίας.) Ωστόσο κατά τη διάρκεια των έξι μηνών μετά το καλοκαίρι του 2009 τα πάντα εξελίχτηκαν με απίστευτη ταχύτητα, η οποία αιφνιδίασε τους Έλληνες αλλά και τον υπόλοιπο κόσμο. Μετά τις εκλογές εκείνου του φθινοπώρου, η καινούρια κυβέρνηση του σοσιαλιστικού ΠΑ.ΣΟ.Κ. υπό τον Γιώργο Παπανδρέου ανακοίνωσε ότι τα οικονομικά στοιχεία είχαν παραποιηθεί και ότι η δύσκολη θέση της χώρας ήταν πολύ χειρότερη από τις προβλέψεις. Έπειτα, οι οίκοι αξιολόγησης ήρθαν ο ένας μετά τον άλλο να υποβαθμίσουν τα ελληνικά ομόλογα, εκτοξεύοντας το κόστος δανεισμού της χώρας στα ύψη. Επικράτησε πανικός – ξεκίνησαν διαπραγματεύσεις μεταξύ Ελλάδας, Ευρωπαϊκής Ένωσης και Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, και διαμορφώθηκε το πρώτο από μια σειρά σχεδίων διάσωσης με αντάλλαγμα την επιβολή λιτότητας.
Έκτοτε το ΠΑ.ΣΟ.Κ. έχασε την εξουσία και άρχισε η εσωτερική του κατάρρευση. Επικεφαλής της κυβέρνησης είναι σήμερα το κεντροδεξιό κόμμα της Νέας Δημοκρατίας. Ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α., ένας συνασπισμός με πυρήνα την παλιά ευρωκομμουνιστική Αριστερά (που άλλοτε ανήκε στον περιθωριακό ριζοσπαστισμό), καλείται πλέον να αναλάβει τον πρωτόγνωρο ρόλο της αξιωματικής αντιπολίτευσης, ενώ ένα βίαιο νεοναζιστικό κόμμα, με την επωνυμία Χρυσή Αυγή, φαίνεται να καταλαμβάνει την τρίτη θέση στις δημοσκοπήσεις. Η Ελλάδα παραμένει μέλος της ευρωζώνης αλλά το κόστος είναι δυσβάσταχτο: τρία χρόνια υπό καθεστώς λιτότητας, με την ανεργία της χώρας να είναι πιθανότατα η υψηλότερη στην Ε.Ε. με ποσοστό 27% και την ανεργία των νέων να ξεπερνά το 60%. Τα ρεπορτάζ αναφέρουν ότι ένα στα τρία ελληνικά νοικοκυριά ζει κάτω από το όριο της φτώχειας. Η Ελλάδα έχει καταστεί το επίκεντρο της χειρότερης κρίσης του καπιταλισμού από το Κραχ του Μεσοπολέμου.

Τι αγνοεί και τι υποτιμά ο δυτικός κόσμος
Ο Νέβιλ Τσάμπερλαιν είχε εκφράσει το 1938 την έντονη ανησυχία του για την προοπτική να εμπλακεί ένα πραγματικά σημαντικό έθνος, όπως η Βρετανία, σε έναν ευρωπαϊκό πόλεμο εξαιτίας μιας «διαμάχης σε μια μακρινή χώρα μεταξύ ανθρώπων για τους οποίους δεν γνωρίζουμε τίποτα». Σε αυτό το πνεύμα πολλοί εκτός Ελλάδας αναρωτιούνται πώς τα προβλήματα χρέους μιας χώρας με Α.Ε.Π. μικρότερο από το 3% της ευρωζώνης έχουν μετατραπεί σε διεθνές ζήτημα με τόσο μεγάλη βαρύτητα. Η έκπληξή τους όμως δεν δικαιολογείται: αυτό που συμβαίνει στην Ελλάδα είναι η σκοτεινή πλευρά της ακραίας χρηματοπιστωτικής παγκοσμιοποίησης που ξεκίνησε τη δεκαετία του 1990 και επιταχύνθηκε στην Ευρώπη με τη δημιουργία του ευρώ. Η έκπληξη αυτή είναι δείγμα της βαθιάς άγνοιας την οποία έφερε στην επιφάνεια η κρίση: ο ρυθμός της χρηματοπιστωτικής παγκοσμιοποίησης επιταχύνθηκε αλλά η γνώση μας για τον κόσμο και τα αλληλένδετα πεδία της πολιτικής, των χρηματοοικονομικών και της οικονομίας δεν κατόρθωσε να συμβαδίσει με τις εξελίξεις.
Για αρκετούς μήνες, η κύρια απάντηση των ευρωπαϊκών μέσων ενημέρωσης στα προβλήματα της ευρωζώνης έμοιαζε να οδηγεί σε διαρκείς αλληλοκατηγορίες μεταξύ των κρατών-πιστωτών και των κρατών που χρειάζονταν βοήθεια· ακόμη και σήμερα είναι η εντυπωσιακή η απόλυτη απουσία αμοιβαίας κατανόησης. Αλλά η άγνοια δεν περιορίζεται στην Ευρώπη: όπως έχει δείξει μια μακρά σειρά κρίσεων χρέους, που χρονολογούνται από τη δεκαετία του ’80, η επιφανειακότητα της «γνώσης» του δυτικού κόσμου για τα προβλήματα σε παγκόσμιο επίπεδο αποκαλύπτεται με τον πιο προφανή και οδυνηρό τρόπο όταν ένα χρεοκοπημένο κράτος υποχρεώνεται να καταφύγει ως επαίτης στο Δ.Ν.Τ. και σε άλλους διεθνείς πιστωτές για να ακούσει τις συμβουλές των οικονομολόγων τους. Το 2010, οι εκπρόσωποι της επονομαζόμενης τρόικας (του Δ.Ν.Τ., της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας) δεν είχαν πολύ χρόνο στη διάθεσή τους για να διαγνώσουν τα αίτια του ελληνικού προβλήματος και να υπαγορεύσουν μια θεραπεία· η χώρα το πλήρωσε ακριβά. Την ίδια στιγμή, οι ξένοι δημοσιογράφοι που βρέθηκαν στην Αθήνα έχουν δώσει τις δικές τους πολύ μεροληπτικές ιστορίες, εστιάζοντας στη διαφθορά και την παρανομία, καθώς και στην επιβάρυνση ενός υπερτροφικού δημόσιου τομέα.
Το τι σκέφτονται οι ίδιοι οι Έλληνες για την κατάστασή τους, από την άλλη, δεν έχει απασχολήσει πολλούς έξω από τα σύνορα της χώρας. Οι φωτογράφοι συρρέουν στις διαδηλώσεις, απαθανατίζοντας τις συγκρούσεις μεταξύ του κόσμου και της αστυνομίας στην πλατεία Συντάγματος στην Αθήνα και τραβώντας στιγμιότυπα διαδηλωτών με αυτοσχέδια πανό που παρομοιάζουν τη Γερμανίδα καγκελάριο Άνγκελα Μέρκελ, την πιο σκληρή υπέρμαχο της λιτότητας, με τον Χίτλερ. Οι ξένοι δημοσιογράφοι αναλύουν την άνοδο της Άκρας Δεξιάς και μιλούν για την απάνθρωπη αντιμετώπιση των μεταναστών ή αντίθετα δημοσιεύουν ρεπορτάζ με γραφική προσέγγιση για ηλικιωμένους και ροδοκόκκινους νησιώτες που μοιάζει να μην τους έχει αγγίξει η κρίση. Το αποτέλεσμα είναι να υποτιμάται συστηματικά η τεράστια προσαρμοστικότητα της χώρας και το πόσο έντονα επιθυμεί ο λαός την παραμονή στο ευρώ, σχεδόν με κάθε κόστος.
Αυτό που επίσης έχει περάσει απαρατήρητο στο εξωτερικό είναι ένα κύμα υψηλής ποιότητας βιβλίων και δοκιμίων για την παρούσα κρίση που έχουν εκδοθεί στα ελληνικά. Παρά τα δεινά που υφίσταται, η χώρα διαθέτει ακόμη μια κοσμοπολίτικη πνευματική και πολιτιστική ελίτ, με ανθρώπους που διαθέτουν βαθιά καλλιέργεια στις κύριες ευρωπαϊκές γλώσσες. Η οικονομική επιστήμη ανθεί ως κλάδος, διατηρώντας τις διασυνδέσεις της με τις πολιτικές και κοινωνικές επιστήμες, στοιχείο που έχει εξαφανιστεί από τις Η.Π.Α. (Αποτελεί το επαγγελματικό πεδίο από το οποίο αναδείχτηκαν οι περισσότεροι από τους τελευταίους υπουργούς Οικονομικών της χώρας.) Οι οικονομολόγοι στην Ελλάδα εξακολουθούν να ασχολούνται σε βάθος με την κληρονομιά του μαρξισμού, όπως συμβαίνει συνήθως σε χώρες που δεν έχουν τη δυνατότητα να θεωρούν δεδομένα τα οφέλη του καπιταλισμού. Η πολιτική σάτιρα και η κοινωνική κριτική είναι επίσης ζωντανές, όπως δείχνουν, μεταξύ άλλων, τα Ληξιπρόθεσμα δάνεια του Μάρκαρη. Διαβάζοντας ορισμένες από αυτές τις πρόσφατες εκδόσεις διακρίνει κανείς μια πιο πλούσια και σύνθετη εικόνα για την κρίση από οτιδήποτε υπάρχει σήμερα στις Η.Π.Α.
Σε αυτά τα μυθιστορήματα και τα δοκίμια ξεκαθαρίζονται πολλοί παλιοί λογαριασμοί, αλλά και διατυπώνονται πολλές προσδοκίες για το μέλλον. Αυτό όμως σημαίνει απλώς ότι τα κείμενα που γράφονται με αφορμή την κρίση αποτελούν έναν από τους βασικούς χώρους έκφρασης δημοσίου λόγου, σε μια χώρα που προσπαθεί να σκεφτεί δρόμους διαφυγής από το σημερινό αδιέξοδο. Το πιο εντυπωσιακό ίσως στοιχείο είναι ο βαθμός συναίνεσης σε ορισμένα κεντρικά ζητήματα. Όλα ανεξαιρέτως τα έργα που παρουσιάζουμε εδώ αποδίδουν ευθύνες για την κρίση τόσο στους ίδιους τους Έλληνες όσο και στην ευρωπαϊκή ελίτ· οι Έλληνες θεωρούνται σε μεγάλο βαθμό (αλλά όχι εξ ολοκλήρου) υπεύθυνοι για την κατάσταση στην οποία είχε περιέλθει η χώρα στην αρχή της κρίσης, το 2010, ενώ οι Ευρωπαίοι κατηγορούνται ότι έκτοτε έκαναν τα πράγματα πολύ χειρότερα. Όλοι οι συγγραφείς απορρίπτουν ρητά ή υπόρρητα την άποψη ότι οι αιτίες των προβλημάτων της χώρας ανάγονται στο μακρινό παρελθόν. Κανείς δεν αναφέρεται στην οθωμανική κληρονομιά και την υποτιθέμενη επίδρασή της στη νοοτροπία που χαρακτηρίζει τη συμπεριφορά των Ελλήνων έναντι του κράτους (δηλαδή την έλλειψη εμπιστοσύνης).
Μικρή σημασία δίνεται στην ιδέα που συζητήθηκε ευρέως εκτός της χώρας, για παράδειγμα στο βιβλίο των Kenneth Rogoff και Carmen Reinhart This Time Is Different (2009), ότι η Ελλάδα έχει προηγούμενο στις χρεοκοπίες, ενώ δεν συζητιούνται οι παραλληλισμοί με τις χρεοκοπίες του ελληνικού κράτους το 1893 και το 1932. Κάποιος έπρεπε να είχε θυμίσει στη Γουόλ Στρητ, οπωσδήποτε πριν το 2008, ότι και τα κράτη μπορούν να χρεοκοπήσουν. Αυτό που μας διδάσκει όμως η μακρά ιστορία των χρεοκοπιών δεν είναι ότι δεν πρέπει να μη δίνονται δάνεια σε κάποιες συγκεκριμένες χώρες, αλλά αντίθετα ότι η ανάπτυξη του διεθνούς καπιταλισμού στηρίζεται σε παγκόσμιες συστημικές ανισότητες και ότι οι κρίσεις χρέους αξιοποιήθηκαν ως μέσο για την αντιμετώπιση της ανισόρροπης ανάπτυξης του κεφαλαίου. Η Ελλάδα δεν αποτελεί ειδική περίπτωση· ανάλογες εμπειρίες βίωσαν πολλές χώρες της Λατινικής Αμερικής, της Αφρικής και της Μέσης Ανατολής. 
Για όλους σχεδόν τους Έλληνες η κρίσιμη ημερομηνία είναι το 1974, οπότε κατέρρευσε η χούντα των συνταγματαρχών και αποκαταστάθηκε η δημοκρατία. Η χώρα γνώρισε μια περίοδο συνταγματικής σταθερότητας για πρώτη φορά στον 20ό αιώνα: ο τέως βασιλιάς ήταν στο εξωτερικό και τελικά εγκαταστάθηκε στο καταπράσινο αλλά βαρετό προάστιο του Λονδίνου Χάμστεντ Γκάρντεν· στη χώρα παγιώθηκε ένα δικομματικό σύστημα με ειρηνική εναλλαγή των κομμάτων στην εξουσία, χωρίς παρεμβάσεις του στρατού στην πολιτική. Από τότε που επισκέφτηκα για πρώτη φορά την Ελλάδα, στις αρχές της δεκαετίας του 1980, συμμεριζόμουν την κοινή πεποίθηση ότι η μεταπολιτευτική τάξη πραγμάτων υπήρξε ένα πολύ σημαντικό επίτευγμα, αν αναλογιστεί κανείς τις αναταραχές και τη βία που σημάδεψαν την πολιτική ιστορία της χώρας ιδίως στα μέσα του 20ού αιώνα. Το ίδιο πιστεύω και σήμερα. Αναμφίβολα όμως η σημερινή κρίση έφερε στο φως μια εντελώς διαφορετική όψη της «μετάβασης στη δημοκρατία» και όσων την ακολούθησαν. 

Η εσφαλμένη διάγνωση και η εσφαλμένη θεραπεία
Παρότι η Ελλάδα υπέφερε πάντοτε από ένα χρόνιο έλλειμμα στο ισοζύγιο πληρωμών, η μεγάλη επέκταση του δημοσίου τομέα ξεκίνησε μόνο μετά τα μέσα της δεκαετίας του 1970. Και παρόλο που το φορολογικό σύστημα της χώρας παρέμεινε άδικο και οπισθοδρομικό γιατί στηριζόταν στην έμμεση φορολογία, αυτή η καινούρια σχέση μεταξύ δημοσίου και ιδιωτικού τομέα δημιούργησε νέα προβλήματα σε ένα κράτος με έτσι κι αλλιώς περιορισμένη ικανότητα συλλογής φόρων, προβλήματα που τελικά αποδείχτηκαν ανυπέρβλητα. Την περίοδο της δραχμής, ο συνδυασμός στασιμότητας των δημοσίων εσόδων και αύξησης των κοινωνικών προσδοκιών –η επιθυμία να συγκλίνει η Ελλάδα προς το επίπεδο κοινωνικής πρόνοιας, υγειονομικής περίθαλψης και παιδείας που είχε κατακτηθεί στη μεταπολεμική Ευρώπη– απαιτούσε συνεχείς υποτιμήσεις του νομίσματος και εξωτερικό δανεισμό, με αποτέλεσμα έναν χρόνιο πληθωρισμό. Συνεπώς, οι ρίζες των σημερινών προβλημάτων φτάνουν πιο πίσω από την περίοδο του ενιαίου νομίσματος και της εγκαθίδρυσης ενός νέου συστήματος σταθερών ισοτιμιών, πράγμα που αποδείχτηκε πιο δεσμευτικό για τα ευρωπαϊκά κράτη απ’ ό,τι ο παλαιότερος κανόνας του χρυσού. Η αποβιομηχάνιση που συντελέστηκε στη δεκαετία του 1990 χειροτέρεψε ακόμα περισσότερο τα πράγματα, καθώς προκάλεσε συν τοις άλλοις μια επιστροφή σε μια παραγωγική βάση που χαρακτηριζόταν από χαμηλό τεχνολογικό επίπεδο, όπως η επεξεργασία τροφίμων και η χειροτεχνία.
Αυτή είναι η εικόνα που αναδεικνύει η πολύτιμη συλλογή δοκιμίων Οικονομική κρίση και Ελλάδα, που δημοσιεύτηκε το 2011 από τη νεοπαγή Επιστημονική Εταιρεία Πολιτικής Οικονομίας και αποτελεί ένδειξη της αναβίωσης της μαρξιστικής θεωρίας που συντελείται στην Αθήνα της κρίσης. Δείγμα της προσέγγισης αυτής μπορεί κανείς να διαβάσει και στα αγγλικά, στα κείμενα του καθηγητή του Πανεπιστημίου Αθηνών Γιάννη Βαρουφάκη. Στο έργο του Ο παγκόσμιος Μινώταυρος, που δημοσιεύτηκε επίσης το 2011, η οικονομική κρίση του 2008 αποδίδεται στη συστημική κατάρρευση του μεταπολεμικού μοντέλου συσσώρευσης κεφαλαίου σε διεθνές επίπεδο. Στο Οικονομική κρίση και Ελλάδα μπορεί κανείς να βρει πληθώρα στοιχείων και επιχειρημάτων που ρίχνουν φως στον χαρακτήρα της διαδικασίας εκδημοκρατισμού στη μεταπολεμική Ελλάδα.
Στο πιο εντυπωσιακό ίσως δοκίμιο του βιβλίου, ο οικονομολόγος Γιώργος Σταθάκης (που πρόσφατα εκλέχτηκε βουλευτής με το αριστερό αντιπολιτευόμενο κόμμα του ΣΥ.ΡΙΖ.Α.) κάνει μια πολύ ενδιαφέρουσα παρατήρηση: υποστηρίζει ότι τα προγράμματα λιτότητας που υπαγόρευσε η τρόικα από το 2010 και εξής θα πρέπει να θεωρηθούν η συνέχεια μιας σειράς σταθεροποιητικών προγραμμάτων που ξεκίνησαν ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του 1980. Όλα προσπάθησαν να θεραπεύσουν τα προβλήματα της ελληνικής οικονομίας μέσω της περικοπής δαπανών και της μείωσης μισθών, και όλα απέτυχαν – όχι διότι η εφαρμογή τους ήταν πλημμελής, αλλά διότι στηρίζονταν στο νεοφιλελεύθερο δόγμα και έτσι έκαναν εσφαλμένη διάγνωση και ακολούθησαν εσφαλμένη θεραπεία. Στην Ελλάδα είναι πολύ ευκολότερο να περικόψει κανείς τις κρατικές δαπάνες παρά να αυξήσει το ποσοστό των κρατικών εσόδων από την άμεση φορολογία εισοδήματος, ποσοστό που σήμερα έχει πέσει περίπου στο μισό του ευρωπαϊκού μέσου όρου. Κατά τη μετάβαση από τη δικτατορία στη δημοκρατία, υποστηρίζει ο Σταθάκης, σχεδιάστηκε συνειδητά ένα σύστημα που διασφάλιζε την απαλλαγή από τη φορολογία για μεγάλα στρώματα του πληθυσμού. Η μεγάλη πολιτική πρόκληση για τη χώρα δεν είναι τόσο το οφθαλμοφανές πρόβλημα της διαφθοράς όσο τα περιορισμένα κρατικά έσοδα. Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1980, το Εθνικό Σύστημα Υγείας και η ανώτατη εκπαίδευση γνώρισαν στην Ελλάδα μια φάση ανάπτυξης – η οποία όμως δεν συνοδεύτηκε από αντίστοιχη αύξηση των κρατικών δαπανών για τους συγκεκριμένους τομείς που υποχρηματοδοτούνται, με αποτέλεσμα τη χαμηλή ποιότητα των υπηρεσιών. Την ίδια περίοδο η χώρα ξόδεψε πάρα πολλά χρήματα σε εξοπλιστικά προγράμματα: η Ελλάδα είναι αναλογικά ένας από τους μεγαλύτερους αγοραστές όπλων παγκοσμίως. Αν συγκρίνουμε τον ελληνικό προϋπολογισμό με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, διαπιστώνουμε ότι οι κρατικές δαπάνες είναι κοντά στα αντίστοιχα ευρωπαϊκά ποσοστά, όμως το σκέλος των εσόδων υστερεί κατά πολύ.

Οι ευθύνες του Κώστα Σημίτη και το σκάνδαλο της Siemens
Αν και τα προβλήματα αυτά εμφανίστηκαν τη δεκαετία του 1980, οι περισσότεροι από τους συγγραφείς του Οικονομική κρίση και Ελλάδα εστιάζουν κυρίως στις αποφάσεις που ελήφθησαν από τη δεκαετία του 1990 και μετά, καθώς η Ελλάδα άφησε πίσω της το οικονομικό μοντέλο που βασίστηκε στη δραχμή και στην επιδίωξη μιας σχετικής αυτάρκειας. Αυτό το μοντέλο, το οποίο είχε υποστηρίξει ο Ανδρέας Παπανδρέου, αντικαταστάθηκε από ένα πιο εξωστρεφές πρότυπο ανάπτυξης, το οποίο προϋπέθετε πληρέστερη ένταξη στις ευρωπαϊκές οικονομικές δομές. Αρκετά από τα κείμενα του τόμου ασκούν δριμεία κριτική στον διάδοχο του Παπανδρέου, τον Κώστα Σημίτη, υπέρμαχο των μεταρρυθμίσεων, ο οποίος απολαμβάνει γενικού σεβασμού. Ο Σημίτης διετέλεσε πρωθυπουργός της χώρας (και αρχηγός του ΠΑ.ΣΟ.Κ.) από το 1996 ώς το 2004, και έχοντας την εμπειρία ενός παλιότερου προγράμματος σταθεροποίησης (αλλά και μια στάση νηφάλιας αντίθεσης στη δημαγωγία και την αριστερή φρασεολογία του Παπανδρέου), έθεσε ως στόχο τον εκσυγχρονισμό της χώρας και την πλήρη ένταξή της στην ευρωζώνη. Τα πλεονεκτήματα της συμμετοχής στο ενιαίο νόμισμα θα αντιστάθμιζαν, κατά τις εκτιμήσεις των εκσυγχρονιστών, τη λιτότητα που θα έπρεπε να επιβληθεί προκειμένου να αποκαθαρθεί η ελληνική οικονομία από τις πληθωριστικές τάσεις.
Η νομισματική και δημοσιονομική πειθαρχία που αποτελούσε προϋπόθεση για τη συμμετοχή στο ευρώ εξάλλου θεωρούνταν αυτή καθαυτήν κάτι θετικό. Σύμφωνα όμως με την οπτική των περισσότερων συγγραφέων του Οικονομική κρίση και Ελλάδα –που ασκούν στον Σημίτη κριτική εξ αριστερών και είναι πιο αυστηροί με το νέο μεταρρυθμιστικό ΠΑ.ΣΟ.Κ. απ’ ό,τι με το αρχικό ριζοσπαστικό και κρατικιστικό κίνημα–, η πολιτική του Σημίτη συνέβαλε στην κυριαρχία των δυνάμεων της αγοράς στην ελληνική οικονομία πολύ πιο ριζικά και αποτελεσματικά απ’ ό,τι οποιαδήποτε πρωτοβουλία της Νέας Δημοκρατίας. Δεν υπάρχει αμφιβολία πως την εποχή του Σημίτη έγιναν μεγάλες ιδιωτικοποιήσεις και ότι, ενώ οι μισθοί συμπιέστηκαν προς τα κάτω (σε αυτό συνέβαλε και η εισροή μεγάλου αριθμού μεταναστών), η κυβέρνηση και το ΠΑ.ΣΟ.Κ. ανέπτυξαν στενούς δεσμούς με τα επιχειρηματικά και τραπεζικά συμφέροντα. Παρότι η δομή της παραγωγής δεν μετασχηματίστηκε, οι ελληνικές επιχειρήσεις εκμεταλλεύτηκαν τη νέα βαλκανική ενδοχώρα, ενώ ο τραπεζικός τομέας απέκτησε θυγατρικές εταιρείες στη Ρουμανία και την Τουρκία. Το όνειρο είχε ως εξής: η Ελλάδα να γίνει η Σιγκαπούρη των Βαλκανίων, ένας ευρωπαϊκός χρηματοοικονομικός κόμβος στην Ανατολική Μεσόγειο. Προϋπόθεση γι’ αυτό ήταν η ένταξη στο ευρώ, η οποία τελικά επιτεύχθηκε με ολίγη δημιουργική λογιστική. Ο στόχος φάνηκε να επιτυγχάνεται: το annus mirabilis του 2004 η χώρα κέρδισε το ευρωπαϊκό πρωτάθλημα ποδοσφαίρου και φιλοξένησε με επιτυχία τους Ολυμπιακούς Αγώνες. 
Ωστόσο τα υποβόσκοντα προβλήματα της οικονομίας όχι μόνο παρέμεναν άλυτα, αλλά έμελλε να επιδεινωθούν. Η χρηματοπιστωτική παγκοσμιοποίηση, σε συνδυασμό με την εύκολη πρόσβαση σε ευρωπαϊκά και διεθνή κεφάλαια και τις μεγάλες κρατικές δαπάνες, δημιούργησαν τις τέλειες συνθήκες για μια νέα, νοσηρή διαπλοκή του κράτους με τον ιδιωτικό τομέα. Στην πραγματικότητα, ο ελληνικού τύπου νεοφιλελευθερισμός δεν σήμανε την αποδυνάμωση του ρόλου του κράτους. Αντιθέτως, ενώ η οικονομική κατάσταση κάποιων τομέων της ελληνικής κοινωνίας επιδεινώθηκε, το κράτος (και πίσω από αυτό, το κυβερνών κόμμα) «βολεύτηκε» βρίσκοντας νέους κολλητούς, όπως η Goldman Sachs, οι ελάχιστες μεγάλες ελληνικές τράπεζες που ξεπρόβαλλαν θριαμβευτικά μετά τις συγχωνεύσεις και τις εξαγορές της δεκαετίας του ’90, και ξένες εταιρείες τηλεπικοινωνιών και εξοπλισμών.
Ίσως μόνο σήμερα είναι δυνατό να αξιολογηθούν οι πραγματικές διαστάσεις του σκανδάλου διαφθοράς της Siemens που ξετυλίγεται όλα αυτά τα χρόνια. Ο από παλιά εδραιωμένος στην Ελλάδα βιομηχανικός γίγαντας του Μονάχου –με πωλήσεις που ανήλθαν σε 96 δισεκατομμύρια δολάρια μόνο για τα έτη 2010-11– ήταν ο βασικός προμηθευτής των ενσύρματων και ασύρματων δικτύων της χώρας, έθετε σε λειτουργία τους φωτεινούς σηματοδότες της πρωτεύουσας και απολάμβανε μια στενή και επικερδή σχέση με τον εξωφρενικά ζημιογόνο Ο.Σ.Ε., καθώς και με τον στρατό. Το 2005, η Ελλάδα ξεκίνησε μια έρευνα στο σύστημα ασφαλείας που υποτίθεται ότι όφειλε να είχε τοποθετήσει η Siemens για τους Ολυμπιακούς Αγώνες του προηγούμενου έτους. Σύντομα, μια έρευνα του Υπουργείου Δικαιοσύνης των Η.Π.Α. έφερε στο φως ένα παγκόσμιο σχέδιο διαφθοράς από τα στελέχη της Siemens. Ένας από τους εμπλεκόμενους Έλληνες πολιτικούς είναι το παλαίμαχο στέλεχος του ΠΑ.ΣΟ.Κ. και πρώην υπουργός Εθνικής Άμυνας Άκης Τσοχατζόπουλος. Τον Απρίλιο του 2012, την ώρα που η λαϊκή κατακραυγή για το σκάνδαλο είχε κορυφωθεί εξαιτίας της εξαθλίωσης που έφερε η λιτότητα, ο Τσοχατζόπουλος συνελήφθη στο μέγαρό του στο κέντρο της Αθήνας και μεταφέρθηκε σιδηροδέσμιος στη φυλακή, κατηγορούμενος για ξέπλυμα βρόμικου χρήματος. Δεν αποτελούσε μεμονωμένη περίπτωση: η Siemens φαίνεται ότι είχε στη μισθοδοσία της πολλούς πολιτικούς και από τα δύο κόμματα. Ο διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας στην Ελλάδα Μιχάλης Χριστοφοράκος διέφυγε από τη χώρα τον Μάιο του 2009. Συνελήφθη, αργότερα τον ίδιο χρόνο, στη Γερμανία και κρίθηκε προφυλακιστέος από δικαστήριο του Μονάχου. Κατέβαλε μια υπέρογκη εγγύηση για να διασφαλίσει την αποφυλάκισή του και έκτοτε έμεινε μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας.
Η υπόθεση της Siemens δεν αποκαλύπτει μόνο τους στενούς δεσμούς μεταξύ γερμανικών επιχειρήσεων και Ελλήνων πολιτικών, αλλά αποτελεί επίσης τεκμήριο του πόσο βαθιά έφτανε το καρκίνωμα της διαφθοράς στη διαδικασία των ιδιωτικοποιήσεων και την εν γένει κρατική πολιτική ανάθεσης δημοσίων έργων. Ωστόσο, όπως τονίζουν πολλοί από τους συγγραφείς του βιβλίου Οικονομική κρίση και Ελλάδα, ένα ακόμα μεγαλύτερο πρόβλημα από τη διαφθορά και το ξέπλυμα χρήματος αποτελεί η δημοσιονομική ανευθυνότητα του ίδιου του ελληνικού κράτους. Η Siemens ήταν ιδεολογικά ουδέτερη, εξαγόραζε πολιτικούς και των δύο μεγάλων κομμάτων. Ωστόσο, σε ό,τι αφορά το ευρύτερο ζήτημα των κρατικών δαπανών, η ιδεολογία αποτέλεσε «κεφάλαιο προς επένδυση» και η εποχή Σημίτη φάνταζε πρότυπο ακεραιότητας και κοινής λογικής σε σύγκριση με την κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας που τη διαδέχτηκε κατά την περίοδο 2004 έως 2009.

Η ανευθυνότητα του Κώστα Καραμανλή και ο καθησυχαστικός Γιώργος Παπανδρέου
Το εύρος της ζημιάς που έγινε εκείνα τα χρόνια περιγράφεται στο βιβλίο Σώζεται ο Τιτανικός;, που έγραψε ο οικονομολόγος Νίκος Χριστοδουλάκης, πρώην υπουργός Οικονομικών της κυβέρνησης Σημίτη. Ο τίτλος αναφέρεται σε ένα ατυχές σχόλιο, στην αρχή της κρίσης, του τότε υπουργού Οικονομικών Γιώργου Παπακωνσταντίνου (που πρόσφατα διαγράφηκε από το ΠΑ.ΣΟ.Κ. μετά τις κατηγορίες εις βάρος του περί κακοδιαχείρισης), όπου συνέκρινε το έργο του με «την προσπάθεια αλλαγής πλεύσης του Τιτανικού». Ο Χριστοδουλάκης υποστηρίζει ότι η πραγματική ζημιά έγινε επί Νέας Δημοκρατίας. Φυσικά ισχυρίζεται ότι τα οικονομικά της Ελλάδας ήταν καλά όταν έπεσε η κυβέρνηση Σημίτη το 2004, κάτι που οι συγγραφείς του Οικονομική κρίση και Ελλάδα θα αμφισβητούσαν. Ωστόσο ο Χριστοδουλάκης έχει πολύ ισχυρότερους λόγους για να επιτίθεται στη Νέα Δημοκρατία. Τουλάχιστον επί Σημίτη, η αύξηση των εσόδων ξεπερνούσε τις αυξήσεις στις δαπάνες. Το αντίθετο συνέβη επί της κυβέρνησης Καραμανλή. Μια κυβέρνηση ακόμα πιο φιλική προς τις επιχειρήσεις, αδιαφόρησε παντελώς για την ενίσχυση της φοροεισπρακτικής πολιτικής και περιόρισε διάφορες πηγές εσόδων για να ενθαρρύνει τις επιχειρηματικές επενδύσεις. Το αποτέλεσμα δεν ήταν η άνθηση του επιχειρείν αλλά η κατασπατάληση χρημάτων σε Πόρσε, φανταχτερά γιοτ και τεράστιες επαύλεις με γιγάντιες πισίνες σε άνυδρα ελληνικά νησιά.
Ωστόσο τα πράγματα ήταν πολύ χειρότερα. Η κυβέρνηση προχώρησε σε μια άνευ προηγουμένου προεκλογική σπατάλη, ακριβώς τη λάθος στιγμή, όταν το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα κατέρρεε. Ο Χριστοδουλάκης έχει σίγουρα δίκιο όταν ισχυρίζεται ότι οι πολιτικές αποφάσεις της κυβέρνησης Καραμανλή το 2008 και το 2009, και όχι οι παλαιότερες, ήταν εκείνες που άφησαν τη χώρα απροστάτευτη σε μια εποχή που το γενικότερο κλίμα στις διεθνείς χρηματαγορές και στους οίκους αξιολόγησης έγινε ιδιαίτερα δυσμενές. Ακόμα και μετά τις πρώτες υποβαθμίσεις της πιστοληπτικής ικανότητας, η κυβέρνηση Καραμανλή «έριξε λάδι στη φωτιά», το 2009, με την ψήφιση ενός εξαιρετικά χαλαρού προϋπολογισμού καθώς και με τον τρόπο που χειρίστηκε την τραπεζική κρίση, εξαναγκάζοντας υγιείς τράπεζες να λάβουν κρατική χρηματοδότηση με αποτέλεσμα την επιδείνωση του προβλήματος του χρέους. Κοντολογίς, η ολοφάνερη ανευθυνότητα στον σχεδιασμό του προϋπολογισμού του 2009 προκάλεσε σοβαρά προβλήματα για τη χώρα στο εξωτερικό.
Όπως πολλά πρώην μέλη του ΠΑ.ΣΟ.Κ., ο Χριστοδουλάκης είναι εξίσου επικριτικός και για τις ενέργειες της επόμενης κυβέρνησης. Χρεώνει στον Γιώργο Παπανδρέου ότι μεν αντιλήφθηκε το εύρος του προβλήματος αλλά με καθυστέρηση. Το επιτελείο του έδειχνε υπερβολικά πανικόβλητο στις δημόσιες ανακοινώσεις του προς τους Ευρωπαίους εταίρους και υπερβολικά καθησυχαστικό προς τον ελληνικό λαό. Σύμφωνα με τον Χριστοδουλάκη, ο πρωθυπουργός βρισκόταν έξω από τα νερά του. Ο σαφώς λιγότερο χαρισματικός κληρονόμος του ΠΑ.ΣΟ.Κ., ο «Γιωργάκης», εξακολουθούσε να υπόσχεται στους πάντες τα πάντα, βολοδέρνοντας ανάμεσα σε μεταρρυθμιστές και απογοητευμένους προερχόμενους από το αποκαλούμενο «βαθύ ΠΑ.ΣΟ.Κ.», που ήθελαν την επιστροφή σε πολιτική απόλυτης στήριξης του δημόσιου τομέα.

Η υποτιθέμενη ελληνική ιδιαιτερότητα, τα δύο Δ.Ν.Τ. και οι ευθύνες της Γερμανίας 
Σε απόλυτη ευθυγράμμιση με τις θέσεις του ΣΥ.ΡΙΖ.Α., αλλά παρ’ όλα αυτά εξαιρετικά ενδιαφέρον, είναι το 22 πράγματα που μας λένε για την ελληνική κρίση και δεν είναι έτσι, του οποίου ο τίτλος θυμίζει το βιβλίο του Ha-Joon Chang 23 Things They Don’t Tell You About Capitalism (2010). Το βιβλίο του Χρίστου Λάσκου και του Ευκλείδη Τσακαλώτου επιχειρεί να διαλύσει ορισμένους κοινούς μύθους σχετικά με την ελληνική οικονομία. Οι συγγραφείς επικαλούνται μια σειρά αδιάσειστων στοιχείων: το επίπεδο της παραγωγικότητας στην Ελλάδα δεν είναι ιδιαίτερα χαμηλό και οι ελληνικές εξαγωγές σημείωσαν σημαντική αύξηση μετά το 1995. Ο δημόσιος τομέας δεν είναι ιδιαίτερα μεγάλος και δεν υπάρχουν ενδείξεις για μαζική αποχώρηση των ιδιωτών επενδυτών. Οι συγγραφείς τονίζουν επίσης τη βαθιά ανισότητα που προέκυψε από τις διαδικασίες ιδιωτικοποίησης και χρηματιστικοποίησης οι οποίες συντελέστηκαν επί εποχής Σημίτη: σε μια σχετικά μικρή χρονική περίοδο η Ελλάδα, μια από τις χώρες με τη μικρότερη ανισότητα στην Ευρώπη, έγινε μια από τις πιο άνισες χώρες. Και όπως ορθά επισημαίνουν, μεγάλο μέρος της κριτικής που δέχτηκε η Ελλάδα (σχετικά με την αποβιομηχάνιση, την απροθυμία να βελτιωθούν οι μηχανισμοί είσπραξης των κρατικών εσόδων ή να αυξηθούν οι φόροι) αφορά προβλήματα που είναι κοινά σε όλο τον ανεπτυγμένο κόσμο και δεν αποτελούν ελληνική ιδιαιτερότητα. Το ζήτημα εδώ είναι ότι η θεραπεία της τρόικας δεν αποδίδει – όχι μόνο επειδή έριξε την οικονομία σε μια αυτοτροφοδοτούμενη ύφεση που καθιστά βέβαιη τη διαρκή απόκλιση από τους στόχους που έχουν τεθεί, αλλά κυρίως επειδή η προσέγγιση της τρόικας, που ευνοεί τις μεγάλες επιχειρήσεις και αντιτίθεται στα συμφέροντα των εργαζομένων, αγνοεί κάποιες θεμελιώδεις αλήθειες: πρώτον, ότι στην Ελλάδα πρέπει οι επιχειρήσεις και οι πλούσιοι να πληρώσουν περισσότερους φόρους και όχι λιγότερους, και δεύτερον, ότι η αύξηση της παραγωγικότητας δεν θα έρθει παρά μόνο αν γίνουν πολύ περισσότερες επενδύσεις (δημόσιες και ιδιωτικές) στην έρευνα και την ανάπτυξη.
Στην αρχή της κρίσης, ο Παναγιώτης Ρουμελιώτης επιλέχτηκε από τον Παπανδρέου ως εκπρόσωπος της Ελλάδας στο Δ.Ν.Τ., με γνώμονα κυρίως τη μακρά φιλία του με τον Ντομινίκ Στρως-Καν, τότε επικεφαλής του οργανισμού. Στο Άγνωστο παρασκήνιο της προσφυγής στο ΔΝΤ: Πώς και γιατί φτάσαμε στο μνημόνιο, ο Ρουμελιώτης αφηγείται βήμα βήμα τις εμπειρίες του και εκθέτει ένα αποκαλυπτικό χρονικό του ρόλου που διαδραμάτισε το Δ.Ν.Τ. στην κρίση. Στο βιβλίο ο Στρως-Καν απεικονίζεται ως φίλα προσκείμενος προς τους Έλληνες και ανήσυχος για τις ευρύτερες συνέπειες των αποφάσεων του Ταμείου. Οι Ευρωπαίοι παρουσιάζονται αρνητικά: δύστροποι, με αργά αντανακλαστικά. Η Μέρκελ για μεγάλο χρονικό διάστημα απλώς αρνείται να καταλάβει το μέγεθος του προβλήματος, πράγμα που προκαλεί έντονη δυσφορία στους Αμερικανούς. Στο βιβλίο παρουσιάζεται η ιδεολογική μετατόπιση που λαμβάνει χώρα εντός του Δ.Ν.Τ.: οι εκπρόσωποι της Ρωσίας, της Κίνας και της Βραζιλίας παρουσιάζονται με θετικά χρώματα, ακριβώς επειδή ελάχιστη εμπιστοσύνη έχουν σε αυτό που κάποτε γινόταν δεκτό ως Συναίνεση της Ουάσινγκτον. Από αυτή την άποψη, ο τρόπος με τον οποίο προσέγγισε την ελληνική κρίση το Δ.Ν.Τ. μπορεί να αποδειχτεί προάγγελος ενός νέου είδους θεσμικής λογικής που θα επικρατήσει στο μέλλον. Προς το παρόν όμως, μπορούμε εύλογα να μη δίνουμε μεγάλη σημασία σε αυτές τις λεπτομέρειες, γιατί σε τελική ανάλυση ακολουθήθηκε και πάλι η κλασική συνταγή: περικοπή μισθών (λες και αυτό το μέτρο οδηγεί οπωσδήποτε στην αύξηση της παραγωγικότητας και στη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας)· η προώθηση της επιχειρηματικότητας μέσω της κατάργησης της γραφειοκρατίας και των περιορισμών, ανεξάρτητα από τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις που μπορεί να έχει κάτι τέτοιο· και η επιμονή στην περικοπή δαπανών αντί για την αύξηση των φόρων προκειμένου να βελτιωθούν τα δημόσια οικονομικά. Η βασική διαφορά ανάμεσα στον Στρως-Καν και τους υπόλοιπους Ευρωπαίους αφορούσε τον χρόνο που θα χρειαζόταν η Ελλάδα προκειμένου να επανέλθει σε κάτι που να μοιάζει με οικονομική σταθερότητα· απ’ ό,τι φαίνεται συμφωνούσαν σε όλα τα άλλα σημεία της συνταγής.
Σε αντίθεση με τους Ευρωπαίους, το Δ.Ν.Τ., με την πιο παγκόσμια οπτική του, αν μη τι άλλο ήταν διατεθειμένο να παραδεχτεί ότι για τα προβλήματα της ευρωζώνης δεν ευθύνονταν μόνο τα ελλείμματα της Ελλάδας αλλά και τα πλεονάσματα της Γερμανίας. (Το πλεόνασμα της Γερμανίας, που αυτή τη στιγμή είναι μεγαλύτερο και από το αντίστοιχο της Κίνας –συνέχισε να μεγαλώνει καθ’ όλη τη διάρκεια της κρίσης και δεν παρουσιάζει σημάδια κάμψης–, απλώς τραβά σαν μαγνήτης τα κεφάλαια από την πτωχευμένη, υπερχρεωμένη περιφέρεια προς τις πλούσιες χώρες του πυρήνα της ευρωζώνης· έτσι αποκλείεται οριστικά η δυνατότητα των δανειζομένων να βγουν από την κατάσταση χρεοκοπίας σε εύλογο χρονικό διάστημα. Ταυτόχρονα, η νομισματική ένωση τους στερεί τη δυνατότητα να προβούν σε υποτίμηση του νομίσματος για να αυξήσουν την ανταγωνιστικότητά τους, και έτσι η ανάκαμψη καθίσταται ακόμα πιο δύσκολη.) Καθώς το ενδιαφέρον για τον Τζον Κέυνς αναβιώνει διεθνώς, οι αναλυτές επιστρέφουν στην αρχική του σύλληψη για το Δ.Ν.Τ., την οποία διατύπωσε στο Μπρέττον Γουντς το 1944: έναν αξιολογικά ουδέτερο παίκτη που θα παρενέβαινε για να αποκαταστήσει την παγκόσμια ανισορροπία στις ροές εμπορευμάτων και κεφαλαίου, η οποία, κατά την άποψή του, είναι αναπόφευκτη συνέπεια του καπιταλισμού. Πιθανότατα θα πρέπει να περιμένουμε τις γερμανικές εκλογές, το φθινόπωρο, για να δούμε αν οι απόψεις αυτές θα κατορθώσουν να επηρεάσουν το Βερολίνο· μέχρι τότε όμως θα αυξάνονται οι φωνές όσων δείχνουν τα γερμανικά πλεονάσματα ως αιτία της κρίσης. Το βιβλίο του Ρουμελιώτη συνηγορεί υπέρ της άποψης ότι, από τις αρχές του 2010, η κρίση βάθυνε όχι μόνο από τις ελληνικές πολιτικές επιλογές αλλά και από τις γερμανικές.

Οι προσωπικές καταστροφές, η ελπίδα και η φρέσκια σκέψη ενάντια στη διάχυτη απελπισία
Μην κοιτάτε το ισοζύγιο πληρωμών, λένε κάποιοι· κοιτάξτε τις αναρίθμητες προσωπικές καταστροφές στην Ελλάδα: τις αυτοκτονίες που ολοένα πληθαίνουν, το άγχος και την απόγνωση που έχει προκαλέσει η ταπείνωση της χώρας, όλα όσα καλούνται να υπομείνουν οι πολίτες, την ανεργία, την απόλυτη αδυναμία. Τα προβλήματα που βιώνουν οι πολίτες σε προσωπικό επίπεδο λόγω των λανθασμένων πολιτικών μπορούν εύκολα να παραβλεφθούν από τους οικονομολόγους, δεν συμβαίνει όμως το ίδιο με τους λογοτέχνες – είναι εξαιρετικά δύσκολο ένας σύγχρονος Έλληνας συγγραφέας να μην ασχολείται, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, με τη διάχυτη απελπισία και αγανάκτηση. 
Ο δημοσιογράφος Χριστόφορος Κάσδαγλης, στο βιβλίο του Ανώνυμοι χρεοκοπημένοι, μια συλλογή μικρών κειμένων που δημοσιεύτηκε το 2012, καταγράφει την προσωπική του αντίδραση στις γενικότερες εξελίξεις και στην απουσία έμμισθης εργασίας· περιγράφει με καυστικό τρόπο τις συνέπειες του διογκούμενου κύματος ανεργίας και μας μεταφέρει την αίσθηση του πώς είναι να βιώνει κανείς την κρίση σε καθημερινό επίπεδο. Στο «Powered by» απαριθμεί τα προϊόντα που κατανάλωσε και χρησιμοποίησε κατά τη συγγραφή του βιβλίου: έναν γιαπωνέζικο φορητό υπολογιστή, περί τις πεντακόσιες εβδομήντα επτά κάψουλες ιταλικού καφέ εσπρέσο, εκατόν ογδόντα τέσσερα πακέτα αγγλικού καπνού, ισάριθμα πακέτα με ολλανδικά τσιγαρόχαρτα, ένα αμερικάνικο τζιπ, μία γερμανική τηλεόραση, ένα σουηδικό ραδιόφωνο, αμερικάνικα ρούχα κι ένα ζευγάρι παπούτσια από την Ισπανία, συν κάποια φαρμακευτικά προϊόντα από την Αγγλία, τη Γαλλία, τη Γερμανία και αλλού. Στον κατάλογο αυτό αποτυπώνεται όσο πιο εύγλωττα γίνεται το παραγωγικό πρόβλημα της Ελλάδας (η κατανάλωση αυξήθηκε κατακόρυφα κατά την περίοδο 2000 έως 2008, εναρμονιζόμενη με την αύξηση των εισοδημάτων, που τροφοδοτήθηκε από την εισροή κεφαλαίων)· ταυτόχρονα συνιστά μια απάντηση σε εκείνους –οι οποίοι είναι ασφαλώς λιγότεροι σήμερα σε σχέση με έναν χρόνο πριν– που επιμένουν να ζητούν την αποχώρηση της Ελλάδας από το ευρώ.
Σε μια συνέντευξη που παίρνει από τον εαυτό του, ο Κάσδαγλης τονίζει μία από τις κομβικές διαφορές της σημερινής κατάστασης από την κατάσταση που επικρατούσε κατά τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο. Τότε, παράλληλα με τα βάσανα του λαού, υπήρχε τουλάχιστον η ελπίδα και η περηφάνια. Τώρα, το μόνο που μπορεί να κάνει κανείς είναι να γράφει με την ελπίδα ότι θα ξεφύγει με κάποιον τρόπο από την απελπισία – όταν όμως κοιτάξει τους ηγέτες που κυβερνούν τη χώρα, κάτι τέτοιο δεν φαίνεται καθόλου εύκολο. Ο Γιώργος Παπανδρέου είναι «Tο παιδί με το play station» – στην περίπτωσή του το παιχνίδι είναι το ΠΑ.ΣΟ.Κ., το κόμμα που κληρονόμησε, και ίσως η ίδια η Ελλάδα. Ο Κάσδαγλης γράφει ότι ο Αντώνης Σαμαράς της Νέας Δημοκρατίας –αρχηγός της αντιπολίτευσης κατά την περίοδο που έγραφε το βιβλίο– είναι ένας δημαγωγός ο οποίος, όπως προβλέπει ο συγγραφέας, θα υποχωρήσει σε όλα τα σημεία της κριτικής του από τη στιγμή που θα αναλάβει την εξουσία. (Αφότου έγινε πρωθυπουργός τον Ιούνιο, ο Σαμαράς έκανε στον Κάσδαγλη τη χάρη να επιβεβαιώσει τις προβλέψεις του.) Ο υπηρεσιακός πρωθυπουργός, ο οικονομολόγος Λουκάς Παπαδήμος, είναι ένας σεμνός τεχνοκράτης ο οποίος όμως, λόγω του ρόλου του την περίοδο της ένταξης της Ελλάδας στην ευρωζώνη, πρέπει να θεωρείται ένας από τους αρχιτέκτονες της καταστροφής. Ταυτόχρονα ο συγγραφέας, που διανύει την έκτη δεκαετία της ζωής του, είναι αρκετά μεγάλος για να θυμάται τη χούντα και θέλει να υπενθυμίσει και στους νεότερους τι είναι μια αληθινή δικτατορία. Το σημερινό πολιτικό κλίμα, παρά τους παραλογισμούς και τα προβλήματά του, δεν είναι δικτατορία, και οι Έλληνες δεν θα πρέπει να την ταυτίζουν με τη χούντα, όσο κι αν η μυρωδιά των δακρυγόνων στο κέντρο της Αθήνας θυμίζει στον Κάσδαγλη της μέρες της εξέγερσης του Πολυτεχνείου στα τέλη του 1973 και τον κάνει να αναρωτιέται αν οι τακτικές της αστυνομίας έχουν αλλάξει από τότε. 
Σε ένα από τα καταληκτικά κείμενα του βιβλίου του, ο Κάσδαγλης περιγράφει διάφορα «Σενάρια χρεοκοπίας». Δεν τον πείθουν οι σχολιαστές που προτρέπουν την Ελλάδα να ακολουθήσει τον δρόμο της Αργεντινής και να κηρύξει στάση πληρωμών: δεν λαμβάνουν υπόψη τους τις πολλές διαφορές των δύο χωρών και τις διαφορετικές εποχές. Ούτε τον θέλγει ιδιαίτερα ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α., και, παρότι είναι λίγες οι άμεσες αναφορές, εντούτοις η κριτική του Κάσδαγλη στις νέες μορφές λαϊκισμού μοιάζει να στρέφεται εναντίον του νεαρού αρχηγού του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. Αλέξη Τσίπρα, ο οποίος πηγαίνει πολύ καλά στις δημοσκοπήσεις, στηριζόμενος σε μια εκστρατεία που υπόσχεται και την πίτα ολόκληρη και τον σκύλο χορτάτο: και την παραμονή στο ευρώ και την ακύρωση του επιβεβλημένου από τους ξένους προγράμματος λιτότητας. Αντίθετα, συνεχίζει: «Υπάρχει βέβαια ένα μοντέλο χρεοκοπίας που στα μάτια μου φαντάζει ελκυστικό: Ξανασχεδιάζουμε συλλογικά τη ζωή μας, τις προτεραιότητες και τα καταναλωτικά μας πρότυπα. Ξαναδιοργανώνουμε τις παραγωγικές δυνάμεις με βάση τις ανάγκες μας και όχι τη λογική του κέρδους. Επιστρέφουμε στη γη, με περισσότερο σεβασμό και με προσανατολισμό στις βιολογικές καλλιέργειες. […] Πιο φτωχοί από υλική άποψη, πιο πλούσιοι σε αισθήματα και προοπτικές, με λιγότερη αλαζονεία αλλά με περισσότερη αγάπη και κατανόηση».
Πολλοί συμμερίζονται αυτό το όνειρο. Συμμερίζονται όμως και τις επιφυλάξεις του Κάσδαγλη: πού είναι η απαραίτητη ηγεσία, η πολιτική βούληση; Το παλαιό έχει απαξιωθεί· χρειάζονται νέες δυνάμεις, νέες γενιές ίσως, οι οποίες ακόμα δεν έχουν εμφανιστεί. Εν τω μεταξύ, η μοιρολατρία μοιάζει να μην έχει τέλος: τόσο στην Ελλάδα όσο και σε ολόκληρη την Ευρώπη.
Δύσκολα θα μπορούσαμε να κατηγορήσουμε τον Κάσδαγλη για πεσιμισμό: ωστόσο, στην τρέχουσα συγκυρία, ο πεσιμισμός μοιάζει απολύτως δικαιολογημένος. Ίσως όμως αυτός ο πεσιμισμός να έχει και ένα άρωμα γενιάς. Ο αντίκτυπος της κρίσης είναι πολύ διαφορετικός στους νέους και τους μεγαλύτερους και, όταν στρέφεται κανείς στη στάση εκείνων που ενηλικιώθηκαν όχι στα χρόνια της δικτατορίας αλλά αμέσως μετά, στα χρόνια της μεταπολίτευσης και ιδίως μετά την κατάρρευση του Τείχους του Βερολίνου, διαπιστώνει μια πολύ διαφορετική και, από ορισμένες απόψεις, εντυπωσιακά ενεργητική οπτική. Κάτι τέτοιο ακούγεται παράδοξο, δεδομένου ότι συχνά εκείνοι που εισέρχονται τώρα στην αγορά εργασίας αντιμετωπίζουν τις μεγαλύτερες δυσχέρειες, ωστόσο οι νέοι άνθρωποι μοιάζουν να είναι πιο ενθουσιώδεις και να βασανίζονται λιγότερο από την κατάρρευση των παλιών κατηγοριών – αυτό φαίνεται παντού. Ένα σημαντικό παράδειγμα είναι η άνθηση του ελληνικού σινεμά που προσέλκυσε το διεθνές ενδιαφέρον στο έργο νέων σκηνοθετών, όπως η Αθηνά Ραχήλ Τσαγγάρη, ο Γιώργος Λάνθιμος και ο Σύλλας Τζουμέρκας. Θα μπορούσε ωστόσο κανείς να επισημάνει και την αναβίωση του αναρχισμού και του λεγόμενου «αντιεξουσιαστικού χώρου». Πρέπει, επίσης, να σημειωθεί το γεγονός ότι έντονο άρωμα γενιάς έχει και η εμφάνιση του νεοφασισμού.
Από την άλλη, υπάρχει και η μυθοπλασία. Το Κάτι θα γίνει, θα δεις είναι μια συναρπαστική συλλογή διηγημάτων, η οποία εκδόθηκε το 2010, έλαβε το Κρατικό Βραβείο Διηγήματος και έγινε μπεστ σέλερ. Ο ιταλικός τύπος ονόμασε ήδη τον συγγραφέα της Χρήστο Οικονόμου «Έλληνα Φώκνερ», ένας χαρακτηρισμός που αντανακλά μεν τη συναισθηματική δύναμη της γραφής του αλλά όχι τη λιτότητα ή την ακρίβειά της. Μέσω της άοκνης περιπλάνησης στις εξαθλιωμένες εργατικές γειτονιές που βρίσκονται εκτός των τουριστικών διαδρομών στον αστικό λαβύρινθο μεταξύ Αθήνας και Πειραιά, οι ιστορίες του Οικονόμου μεταφέρουν τα βάσανα εκείνων που επηρεάστηκαν περισσότερο από την κρίση – απολυμένοι εργάτες, πεινασμένα παιδιά. Όλοι τους ονειρεύονται την απόδραση: στο βουνό, σε ένα νησί ή σε μια μεγαλοπρεπή έπαυλη, σε έναν κόσμο βγαλμένο απ’ τα παραμύθια του Χανς Κρίστιαν Άντερσεν. Από τι δραπετεύουν; Από τα παλιά βάσανα –το κουτσομπολιό, τους αδιάκριτους γείτονες, την καταπίεση και την αδιαφορία των πλουσίων– που έχουν πια χειροτερέψει όσο δεν πάει. Στους τσιμεντένιους δρόμους του Οικονόμου, τα σύννεφα προμηνύουν μια βροχή που δεν έρχεται ποτέ, τα συνθήματα των πολιτικών αγνοούνται και η αστυνομία παραμένει μια βίαιη και απειλητική μορφή στα παρασκήνια. Εντούτοις, ακόμα και στα όρια της φτώχειας, οι άνδρες και οι γυναίκες του δρουν, προσπαθώντας να διατηρήσουν την ελάχιστη αλληλεγγύη που έχει μείνει σε μια βαθιά εξατομικευμένη κοινωνία και, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, βρίσκουν τη δική τους φωνή. Εδώ υπάρχει πίστη, βαθιά πίστη – αν και ελάχιστη ή καθόλου προς όσους συνήθως την απαιτούν.
Η φωνή αυτής της νέας γενιάς –μια ρεαλιστική φωνή, που επιζητεί μια πηγή έμπνευσης– μπορεί να βρεθεί και αλλού. Στις σελίδες ενός νέου περιοδικού, τηςΛεύγας, η ονομασία της οποίας προέρχεται από τις Είκοσι χιλιάδες λεύγες υπό τη θάλασσα του Ιουλίου Βερν, βρίσκει κανείς μια οξύτατη κριτική για το τι σήμαινε «μεταρρύθμιση» στην Ελλάδα τα τελευταία σαράντα χρόνια. Από την κυκλοφορία του πρώτου τεύχους της, τον Μάρτιο του 2011, η Λεύγα έχει εκδώσει εννιά τεύχη, γεμάτα με κριτικές για τους χθεσινούς «εκσυγχρονιστές» και τις μόνιμες προσπάθειές τους να παρουσιαστούν ως εθνικοί σωτήρες. Στις σελίδες της όμως ασκείται επίσης κριτική και στους ριζοσπάστες κριτικούς των εκσυγχρονιστών: τους Ζίζεκ και τους Μπαντιού και τους Έλληνες επιγόνους τους. Μέλη μιας γενιάς με οικολογικές ανησυχίες, οι συγγραφείς και οι συντάκτες της Λεύγας αναρωτιούνται αν η τελευταία μόδα επιστροφής στην ύπαιθρο μπορεί να αποτελέσει επαρκή απάντηση στα προβλήματα του καπιταλισμού, σε μια εποχή κατά την οποία οι ανεπτυγμένες δημοκρατίες αδυνατούν να συντηρήσουν πάνω από το 5% του εργατικού δυναμικού τους στην ύπαιθρο χωρίς τεράστιες επιδοτήσεις. Βλέπουν την αναγκαιότητα της πολιτικής κινητοποίησης και είναι, δικαίως, επικριτικοί για τις «συζητήσεις» τύπου TED που ανάγουν τα προβλήματα της χώρας σε ζητήματα branding και διασύνδεσης· βλέπουν θετικά το οργανωμένο εργατικό κίνημα, αλλά αναλύουν τις ιστορικές ρίζες της δυσλειτουργίας του στην Ελλάδα. Εδώ δεν υπάρχουν απαντήσεις. Ωστόσο απαντήσεις δεν δίνονται πουθενά. Η Λεύγα είναι μια πηγή φρέσκιας και διαυγούς σκέψης: και γι’ αυτό είναι πηγή ελπίδας εκεί που φαίνεται να έχει χαθεί κάθε ελπίδα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου