Σελίδες

Τρίτη 5 Αυγούστου 2014

Η αξιολόγηση, η επιτήρηση και η… τιμωρία

Το κάλεσμα του υπουργείου Παιδείας για αξιολόγηση των στελεχών της εκπαίδευσης μέσα στο κατακαλόκαιρο στόχο έχει τη νομιμοποίηση της αξιολόγησης των εκπαιδευτικών της σχολικής τάξης, η οποία θα συμπληρώνει ένα σύνολο κυβερνητικών μέτρων που δεν προωθούν την αναβάθμιση της παιδείας, αλλά την υποβάθμισή της

Του Χρήστου Κάτσικα

035_grafima


Με αιφνιδιαστικό έγγραφο του υπουργού Παιδείας Ανδρέα Λοβέρδου, που στάλθηκε σε όλα τα στελέχη εκπαίδευσης, δίνεται εντολή μέχρι τις 31 Αυγούστου να έχει ολοκληρωθεί η αξιολόγηση των στελεχών εκπαίδευσης (στελέχη εκπαίδευσης εξωτερικού, προϊστάμενοι Επιστημονικής και Παιδαγωγικής Καθοδήγησης, σχολικοί σύμβουλοι, διευθυντές Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης).


Στη συνέχεια του εγγράφου ορίζεται ότι θα ακολουθήσει από τον Σεπτέμβριο του 2014 η αξιολόγηση των διευθυντών των σχολείων αρχικά και στη συνέχεια των εκπαιδευτικών, κατά προτεραιότητα όσων καταθέσουν σχετικό αίτημα.

Το τίμημα

Είναι φανερό ότι το κάλεσμα για αξιολόγηση των στελεχών της εκπαίδευσης μέσα στο κατακαλόκαιρο δεν είναι παρά το τίμημα που πρέπει να «πληρώσει» το υπουργείο Παιδείας για να νομιμοποιήσει το επόμενο βήμα, που είναι η αξιολόγηση των εκπαιδευτικών της σχολικής τάξης. Ετσι και αλλιώς, η αξιολόγηση των στελεχών της εκπαίδευσης έχει μικρή σημασία, καθώς η επιλογή τους ήταν καθαρά πολιτική επιλογή.

Στο πλαίσιο αυτό η αξιολόγησή τους αφενός θα έχει το στοιχείο του «μοιράσματος» της τράπουλας των στελεχών ανάμεσα στα δύο κόμματα της συγκυβέρνησης, αφετέρου θα χρησιμοποιηθεί ως έξωθεν καλή μαρτυρία του τύπου «η αξιολόγηση αρχίζει από την κεφαλή», όπως είπε με στόμφο παράγοντας του υπουργείου Παιδείας.

Αρα, διώχνοντας την επικοινωνιακή σκόνη, μπορεί εύκολα κανείς να καταλάβει ότι η αξιολόγηση έχει αποκλειστικό στόχο τους εκπαιδευτικούς της τάξης. Παράλληλα, σε μια δύσκολη περίοδο για τους επιτελείς του υπουργείου Παιδείας, θα «κυματίζει» το μήνυμα ότι επιτέλους μπαίνει τάξη στην εκπαίδευση. Η «κοινή γνώμη» πρέπει να τραφεί με αυταπάτες για να αλληθωρίσει.

Γιατί, βέβαια, εδώ και πολλά χρόνια, χέρι χέρι με την εκάστοτε πολιτική ηγεσία του υπουργείου Παιδείας οι μόνιμοι προσηλυτιστές της κοινής γνώμης -δημοσιογράφοι, τεχνοκράτες και «ειδικοί»- εγχαράσσουν στον «σκληρό δίσκο» της κοινής γνώμης, ως αυτονόητο, ότι «η κακοδαιμονία του ελληνικού σχολείου είναι αποτέλεσμα της έλλειψης αξιολόγησης-ελέγχου των εκπαιδευτικών».

Το έδαφος, βεβαίως, είναι εύφορο για την υποδοχή του «αυτονόητου», κοντολογίς για την άκριτη υιοθέτηση, ως φυσικής και εύλογης, της απαίτησης «να ξεκαθαρίσει επιτέλους το εκπαιδευτικό τοπίο από την κόπρο του Αυγείου».

Η αυξανόμενη δυσαρέσκεια των γονέων που αναγκάζονται να «τραυματίζουν» τους οικογενειακούς τους προϋπολογισμούς πληρώνοντας ακριβά -σε καθεστώς «δημόσιας και δωρεάν εκπαίδευσης»- το κόστος του εισιτηρίου για την πολυπόθητη είσοδο των παιδιών τους στην πανεπιστημιακή εκπαίδευση, σε συνδυασμό με την κάθετη πτώση της αποδοτικότητας της «επένδυσης», πριμοδοτεί την οικοδόμηση πεποιθήσεων, σύμφωνα με τις οποίες, αν ένας μαθητής δεν μαθαίνει γράμματα στο σχολείο ή αναγκάζεται να πληρώνει φροντιστήριο ή το απολυτήριό του δεν του εξασφαλίζει μια θέση στην αγορά εργασίας, για όλα αυτά και για άλλα πολλά ευθύνεται ο εκπαιδευτικός, ο οποίος είναι «αναποτελεσματικός ή άπειρος ή τεμπέλης ή ανίκανος» τόσο όσο και ένας υδραυλικός που δεν μπορεί να επισκευάσει μια βρύση ή ένας γιατρός που δεν είναι ικανός να θεραπεύσει μια γρίπη!

Οφείλουμε να το ξεκαθαρίσουμε: Η αξιολόγηση δεν είναι ένα απλό μεταρρυθμιστικό μέτρο που κάποια στιγμή θα «έρθει» και θα «μάθουμε να ζούμε με αυτή», όπως και με τόσα άλλα. Γι’ αυτούς τους λόγους είναι το σημαντικότερο πολιτικό διακύβευμα στην εκπαίδευση.

Το «πέρασμα» και η «επιβολή» της -μέσω ζαχαρωμένων διακηρύξεων- θα αλλάξει δραματικά τόσο τον χάρτη των συσχετισμών στο σχολείο όσο και την καθημερινή εργασία του εκπαιδευτικού, σε όλες της τις πτυχές: από την εργασιακή του σχέση με την εκπαίδευση (μονιμότητα) μέχρι το κλίμα που θα βιώνει καθημερινά στο σχολείο και τις σχέσεις με τους συναδέλφους του. Θα χειραγωγήσει τον εκπαιδευτικό, θα μετακυλίσει πάνω του όλη την ευθύνη για τη λειτουργία του σχολείου, θα νομιμοποιήσει τα σχέδια για απολύσεις.

Εύστοχο και το πικρό «ερώτημα» πολλών εκπαιδευτικών: Είναι δυνατόν η πολιτική που έχει φτωχύνει τη δημόσια εκπαίδευση και τον εκπαιδευτικό και έχει κλείσει το μέλλον στα υπόγεια να έχει αγαθές προθέσεις;

Τα κριτήρια

Σύμφωνα με τον εκπαιδευτικό, διδάκτορα Παιδαγωγικής, Κώστα Διαμαντή, είναι χαρακτηριστικό ότι η αξιολόγηση των εκπαιδευτικών της σχολικής τάξης σε καθεμία από τις πολλές κατηγορίες και υποκατηγορίες αποτυπώνεται σε τετράβαθμη περιγραφική κλίμακα αξιολόγησης, η οποία ταυτόχρονα αντιστοιχεί σε εκατοντάβαθμη κλίμακα, με την εξής κατηγοριοποίηση: α) «ελλιπής» (0-30 βαθμοί), β) «επαρκής» (31-60 βαθμοί), γ) «πολύ καλός» (61-80 βαθμοί) και δ) «εξαιρετικός» (81-100 βαθμοί).

Μάλιστα, όπως επισημαίνει ο πανεπιστημιακός Χάρης Αθανασιάδης, ο αριθμός των αξιολογικών κριτηρίων αυξάνεται και η αυστηρότητα της διαδικασίας εντείνεται καθώς κατερχόμαστε από την κορυφή στη βάση της πυραμίδας, πράγμα που είναι πρωτοφανές αλλά συμβατό με τον πειθαρχικό έλεγχο που θέλει να επιβάλει το Π.Δ.

Ενα παράδειγμα: Η περιγραφή των κριτηρίων και των διαδικασιών της αξιολόγησης των σχολικών συμβούλων καλύπτει 5 σελίδες, των εκπαιδευτικών της σχολικής τάξης 20 σελίδες.

Πώς μπορεί να χωρέσει η διδασκαλία στον κατάλογο των κατηγοριών και των κριτηρίων αξιολόγησης, αναρωτιέται ο πανεπιστημιακός Γιώργος Μαυρογιώργος; Ποιος είναι αυτός ο αξιολογητής που θα βάλει βαθμό από το 0 έως το 100 σε μια ρευστή και εξελισσόμενη παιδαγωγική σχέση που μπορεί ακόμη και να «καταργεί» ή να «σκοτώνει» την αυθεντία του δασκάλου; Αν «η διδασκαλία είναι αϋπνία… δημιουργική αϋπνία» (George Steiner), ποια «Αρχή Διασφάλισης Ποιότητας» μπορεί «να διαμορφώνει, να οργανώνει, να εξειδικεύει, να τυποποιεί… διαδικασίες αξιολόγησης, κριτήρια και δείκτες…»;

Σύμφωνα με τον πανεπιστημιακό Γιώργο Γρόλλιο, το Προεδρικό Διάταγμα 152 εντάσσεται στην κυβερνητική εκπαιδευτική πολιτική των σαρωτικών περικοπών των λειτουργικών δαπανών και των συγχωνεύσεων των σχολικών μονάδων, των ελάχιστων διορισμών, των διαθεσιμοτήτων και των απολύσεων, της εξάλειψης της επιμόρφωσης και της μετεκπαίδευσης, της ενοχοποίησης των εκπαιδευτικών μέσω του νέου πειθαρχικού δικαίου και της οικονομικής υποβάθμισής τους, ιδιαίτερα των νέων.

Τα αποτελέσματα

Πολλές μελέτες έχουν δείξει τα καταστροφικά αποτελέσματα αυτών των πολιτικών για τη μεγάλη πλειονότητα των εκπαιδευτικών: πτώση του ηθικού τους, πρόωρη εγκατάλειψη του επαγγέλματος, αύξηση των ωρών εργασίας, μειώσεις μισθών, απολύσεις, επέκταση των ελαστικών σχέσεων εργασίας, επιδείνωση των συνθηκών εντός των οποίων διεξάγεται η διδασκαλία.

Οσο για τη μεγάλη πλειονότητα των μαθητών, τα αποτελέσματα είναι αναλόγως αρνητικά: αντιμετώπισή τους ως εμπορευμάτων, εμπέδωση των άτυπων διακρίσεων εναντίον των μαθητών με χαμηλές επιδόσεις από τη μεριά των διευθύνσεων για να μη βρεθούν τα σχολεία τους στην κατηγορία των αποτυχημένων που κλείνουν ή ιδιωτικοποιούνται, τυποποίηση και συντηρητικοποίηση των παιδαγωγικών πρακτικών με στόχο την προσαρμογή τους στις απαιτήσεις των πανεθνικών εξετάσεων, πτώση ή στασιμότητα των μαθητικών επιδόσεων σε μακροχρόνια βάση.

Το Προεδρικό Διάταγμα συμπληρώνει ένα σύνολο κυβερνητικών μέτρων που δεν προωθεί την αναβάθμιση της παιδείας, αλλά την υποβάθμισή της. Η ατομική ιεραρχική αξιολόγηση των εκπαιδευτικών, συνδεόμενη με τη μισθολογική τους εξέλιξη, προσλαμβάνει έναν σαφή τιμωρητικό χαρακτήρα και εάν εφαρμοστεί θα οδηγήσει σε εκπαιδευτικούς πολλών κατηγοριών, με σημαντικό μέρος τους να κινδυνεύει άμεσα με απόλυση.

Η σύνδεση της ατομικής αξιολόγησης των εκπαιδευτικών με τις επιδόσεις των μαθητών παραγνωρίζει κρίσιμους παράγοντες που διαμορφώνουν τις τελευταίες σε σημαντικό βαθμό, όπως η κοινωνικοοικονομική – μορφωτική προέλευση των μαθητών. Η κατάταξη των εκπαιδευτικών σε κατηγορίες με βάση μια ολιγόωρη παρακολούθηση της διδασκαλίας τους, η οποία επιχειρεί να συνοψίσει το τριετές έργο τους, κάθε άλλο παρά αξιόπιστη είναι.

Η κατάτμηση αυτού του έργου σε ένα πλήθος συχνά αλληλοεπικαλυπτόμενων και ασαφών κριτηρίων παραγνωρίζει την πολυπλοκότητα, τον ζωντανό και πολλές φορές απρόβλεπτο χαρακτήρα της διδασκαλίας, παρομοιάζοντάς την με μια μηχανιστική διαδικασία και με ένα μετρήσιμο τεχνικό μέγεθος.

Στην έλευση αυτού του «νέου» σχολείου, το οποίο προωθείται με αυταρχικό τρόπο μέσω (και) της ιεραρχικής αξιολόγησης των εκπαιδευτικών, ενός σχολείου που έχει στραμμένο το βλέμμα του σε σκοτεινές περιόδους του παρελθόντος, η συναίνεση ή η αδιαφορία των παιδαγωγών μπορεί να αποτελέσει ένα λάθος με ολέθριες συνέπειες.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου