Συμπληρώνονται φέτος εκατό χρόνια από την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση του 1917 με την εισαγωγή της δημοτικής γλώσσας στο Δημοτικό σχολείο και τη συγγραφή των αξέχαστων αλφαβηταρίων και αναγνωστικών.
Εδώ, όμως, θα ήθελα να εστιάσω στον δάσκαλο. Δεν εννοώ τον «εκπαιδευτικό», όπως μηχανιστικά έχει καθιερωθεί να αποκαλούμε εκείνον από τον οποίο λογικά θα έπρεπε να περιμένουμε πολλά.
Εννοώ τον ΔΑΣΚΑΛΟ, εκείνον δηλαδή που και παιδεία διαθέτει και αγάπη για την παιδεία, όπως θα έλεγε και ο Κοραής.
Εκείνον που από νέος ένιωσε την κλήση της προσφοράς στα παιδιά, την κοινωνία, τον άνθρωπο, εκείνον που, ενώ θα μπορούσε να σπουδάσει κάτι άλλο και να κάνει καλύτερη επαγγελματική καριέρα, κινήθηκε από την αγάπη του για την κοινωνική αλλαγή και τη σφοδρή επιθυμία του να συμβάλει στην ανάπτυξη κριτικά σκεπτόμενων και ελεύθερων ανθρώπων.
Οταν οι Βαυαροί μαζί με Ελληνες λογίους θεμελίωναν το εκπαιδευτικό σύστημα του ελληνικού κράτους, το προσανατόλισαν προς την αρχαιογνωσία, ξεχνώντας τις ανάγκες του «του έθνους του ζώντος», όπως τους επέκρινε ένας φωτισμένος μαθηματικός, ο Αντώνιος Φατσέας.
Μεταξύ άλλων, όμως, ξέχασαν και τον δάσκαλο. Και έκτοτε τον ξεχνούσαν σχεδόν συστηματικά.
Αν και οι πρωτεργάτες της μεταρρύθμισης του 1917 (Γληνός, Δελμούζος, Τριανταφυλλίδης) αποδύθηκαν σε μια μεγάλη προσπάθεια για την ενημέρωση των δασκάλων ως προς τις απαιτήσεις του μεταρρυθμιστικού εγχειρήματος, είναι αλήθεια πως δεν κατάφεραν και πολλά πράγματα.
Ο χρόνος λίγος, οι κατεστημένες νοοτροπίες ισχυρές, η αντίδραση λυσσαλέα και στο βάθος η ανατροπή, η αντιμεταρρύθμιση.
Παρόμοιες αδιέξοδες, συχνά και πρόχειρα σχεδιασμένες, απόπειρες για την αναμόρφωση της φυσιογνωμίας των δασκάλων επιχειρήθηκαν αρκετές φορές μέχρι και σήμερα.
Αποτέλεσμα; Στις μέρες μας ο δάσκαλος εκείνος που νιώθει πως είναι υπεύθυνος να αλλάξει τον κόσμο –αν και στο βάθος ξέρει πως αυτό είναι ουτοπικό– συνθλίβεται και διαλύεται.
Τονίζω και πάλι: αναφέρομαι στον πραγματικό δάσκαλο, όχι σ’ εκείνον που αδιαφορεί για το δημόσιο σχολείο, λειτουργεί διεκπεραιωτικά ή, ακόμη, χειρότερα, εκμεταλλεύεται τις αδυναμίες του συστήματος και την ανταγωνιστική νοοτροπία γονιών και μαθητών για να προσφέρει «ιδιαιτέρως» τις υπηρεσίες του (κάτι στο οποίο επιδίδονται πολλοί εδώ και δεκαετίες, ανεξάρτητα από το συντηρητικό ή προοδευτικό πρόσημο που απονέμουν στον εαυτό τους).
Ο δάσκαλος, λοιπόν, συνθλίβεται ανάμεσα στη ρουτίνα του προγράμματος, στην αδιαφορία πολλών από τους μαθητές του για την ουσία της γνώσης, στην παντογνωσία αρκετών γονέων, στο «βόλεμα» κάποιων από τους συναδέλφους του, στην ευθυνοφοβία στελεχών της εκπαίδευσης, στις πολλές φορές ακατανόητες αλλαγές που επιχειρούνται «από πάνω».
Νιώθει ότι κολυμπάει αντίθετα στο ρεύμα, ότι ξοδιάζεται μάταια.
Κι αν παρά το βουνό των προβλημάτων ο δάσκαλος δεν το βάζει κάτω και ορθώνει το ανάστημά του, απαιτώντας ουσία και όχι υποκρισία, τότε μπορεί και να στοχοποιείται.
Καραδοκούν κακοήθεις απαιτήσεις μαθητών (π.χ. πού ακούστηκε δάσκαλος να διορθώνει τον μαθητή του, να του ζητεί να κάνει τις εργασίες του, να τον πιέζει να ξεδιπλώσει τις ικανότητές του;), το κανάκεμα κακομαθημένων παιδιών από (πρώην) νεόπλουτους γονείς, ο μαθητοπατερισμός συναδέλφων, η δήθεν τήρηση του γράμματος του νόμου από στελέχη της εκπαίδευσης (που κατά τα άλλα διακρίνονται για την ατολμία τους στην επιβράβευση του καλού και τις επιδόσεις τους στον πολιτικαντισμό).
Με δυο λόγια το να είναι σήμερα κανείς δάσκαλος θέλει κότσια.
Και, προκειμένου να αποφεύγει τις παγίδες και να αποκρούει τις επιθέσεις, πρέπει να γνωρίζει πολλές στρατηγικές επιβίωσης.
Αλλιώς, πολλοί είναι έτοιμοι να παίξουν σε βάρος του το παιχνίδι του αναθέματος.
Blame game το λένε εδώ και χρόνια στο εξωτερικό, ε, να μην το παίζουμε κι εμείς;
Ο δάσκαλος, λοιπόν, κοντεύει να γίνει είδος προς εξαφάνιση.
Οσες αλλαγές κι αν επιχειρηθούν στα προγράμματα σπουδών, στα σχολικά βιβλία, στο εξεταστικό σύστημα κ.λπ., θα είναι ατελέσφορες, γιατί χωρίς την υποστήριξη και την ανάδειξη του δασκάλου δεν θα έχουν ψυχή.
Και χωρίς ψυχωμένο δάσκαλο θα συνεχίσουμε να λειτουργούμε ακριβώς όπως σαρκαστικά σημείωνε ο Εμμανουήλ Ροΐδης:
«Οι τε φαύλοι και οι αγαθοί πράττουσιν παρ’ ημίν τα αυτά, η μόνη δε μεταξύ αυτών διαφορά συνίσταται εις το ότι οι μεν πράττουσιν μετά χαράς, οι δε άνευ χαράς».
Σώστε, λοιπόν, τον δάσκαλο. Είναι, ίσως, η μόνη μας ελπίδα να βγούμε από την κρίση στην οποία βρεθήκαμε ακριβώς επειδή εδώ και χρόνια ήδη βρισκόμασταν σε κρίση.
Στο κάτω κάτω της γραφής υπάρχουν –και πολύ σωστά– δεκάδες οργανώσεις για τη σωτηρία της αρκούδας, της χελώνας καρέτα καρέτα, της φώκιας μονάχους μονάχους, των αδέσποτων κ.λπ.
Δεν αξίζει, άραγε, και ο δάσκαλος την προστασία και τη φροντίδα, αν όχι της πολιτείας, τουλάχιστον μιας Μη Κυβερνητικής Οργάνωσης; SAVE THE TEACHER.
*καθηγητής ΑΠΘ, κοσμήτορας Φιλοσοφικής Σχολής
ΠΗΓΗ:http://www.efsyn.gr/arthro/soste-ton-daskalo
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου