Ο Κυριάκος σηκώθηκε από το κάθισμα στο σαλόνι του πλοίου και κοίταξε το ρολόι του. Κόντευε τέσσερις τα ξημερώματα. Ξεκίνησε Πέμπτη στις έξι το απόγευμα από τον Πειραιά και να που το επόμενο πρωινό τον εύρισκε στο νησί.
Ήταν το χειρότερο ταξίδι της ζωής του. Δεν είχε κάνει πάρα πολλά, κάποια όμως θα μείνουν για πάντα χαραγμένα στη μνήμη του και κυρίως στην ψυχή του.
Σ’ αυτές τις δέκα ώρες ταξιδιού πέρασε όλη η ζωή του από το φίλτρο του μυαλού του.
Οι χαρές, οι λύπες, οι λαχτάρες, οι απογοητεύσεις, τα όνειρα, οι ελπίδες, ναι οι ελπίδες, αυτές που ποτέ δεν τον εγκατέλειψαν, αυτές που ποτέ δεν εγκατέλειψε.
Ποτέ δεν έπαψε να ελπίζει, ακόμη κι όταν όλοι και όλα του φώναζαν πως «το παιχνίδι τελείωσε».
Και τούτο; Τι ήταν τώρα τούτο το καινούριο; Να βρεθεί από τη μια στιγμή στην άλλη στην άκρη της χώρας για να διδάξει στα παιδιά του νησιού.
Άραγε να διδάξει τι; Νόμους και εξισώσεις; Φαινόμενα και αντιδράσεις; Φιλότιμο και ανθρωπιά; Διδάσκονται όμως αυτά τα δύο τελευταία; Και αν υποθέσουμε ότι διδάσκονται, είναι σίγουρο ότι ο ίδιος τα έχει για να μπορέσει να τα διδάξει;
Ένα παράξενο συναίσθημα του τρυπούσε τα σωθικά, ήταν το ίδιο συναίσθημα που του ‘βρεχε τα μάτια σε όλο το ταξίδι.
Όχι, δεν ήταν φόβος. Είχαν περάσει πολλά χρόνια που είχε νικήσει το φόβο και μια και δυο και τρεις φορές.
Η πρώτη φορά ήταν γύρω στ οχτώ του χρόνια όταν νίκησε το φόβο του «κακού λύκου» και ένα βράδυ καλοκαιριού βγήκε κρυφά τη νύχτα να δει και αν μπορέσει, να μετρήσει όσο το δυνατόν περισσότερα αστέρια στον ουρανό.
Όχι, δεν ήταν φόβος. Άλλωστε, όσες φορές έσκυψε το κεφάλι ή έκανε πίσω, ήταν από ντροπή ή από αγάπη, ποτέ από φόβο.
Τον φόβο τον νίκησε ξανά όταν έφυγε μόνος του στο άγνωστο για να μπορέσει να σπουδάσει.
Είχε μάθει να πολεμάει τη μοναξιά, τις ώρες και τις μέρες που περίμενε μόνος στο χωράφι, όταν ήταν μικρός, στο δημοτικό πήγαινε, προσπαθώντας να ποτίσει το βαμβάκι με τη μάνα του και τον παππού του.
Οι σκέψεις του Κυριάκου διακόπηκαν από την ανακοίνωση που ακουγόταν: «Σε δέκα λεπτά μπαίνουμε στο λιμάνι. Παρακαλούνται οι επιβάτες και οι κάτοχοι αυτοκινήτων να ετοιμαστούν για αποβίβαση».
Το μυαλό του έφυγε λίγο από το παρελθόν και επικεντρώθηκε, χωρίς να το συνειδητοποιήσει, σε μία λέξη: «Καπετάνιος».
Την είχε αναφέρει ο Μπάμπης, ο φίλος του Θανάση. «Είναι μορφή στο νησί ο Καπετάνιος» είπε ο Μπάμπης σε μια τηλεφωνική τους συνομιλία. «Κι αυτός και η Καπετάνισσα είναι καλοί άνθρωποι. Θα τους γνωρίσεις και θα δεις. Παίζει και τάβλι ο Καπετάνιος. Λέει ότι παίζει καλά αλλά εγώ δεν ξέρω γιατί δεν είμαι καλός παίχτης».
Με τις σκέψεις αυτές βρέθηκε να ανοίγει την πόρτα του αυτοκινήτου και μπαίνοντας μέσα περίμενε την πόρτα του καραβιού να ανοίξει και να βγει έξω.
Έκανε ζέστη φοβερή, το αυτοκίνητο ήταν γεμάτο με ρούχα, το μυαλό του γεμάτο με δεύτερες και τρίτες σκέψεις, η ψυχή του μαύρη και τα μάτια του μονίμως μες στη βροχή.
Επιτέλους, η πόρτα του καραβιού κατέβηκε, φρέσκος αέρας έφτασε στο μέτωπό του και βάζοντας μπροστά το αυτοκίνητο , ξεκίνησε για να βγει στο λιμάνι.
Συνεχίζεται…
Χρήστος Επαμ. Κυργιάκης
xrkyrgiakis@yahoo.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου